Γρίπη ή κρυολόγημα. Ποια η διάφορά τους;
Είναι η εποχή όπου οι λοιμώξεις του αναπνευστικού έχουν προσβάλλει μικρούς και μεγάλους, σε βαθμό που συνεχώς αυξάνεται. Ξέρετε να τις αντιμετωπίσετε αλλά κυρίως να τις ξεχωρίσετε;
Εκδηλώνουν πονόλαιμο, βήχα, «μπούκωμα», συνάχι, με ή χωρίς «δέκατα» ή πυρετό ή πόνους σε όλο το σώμα, που μερικές φορές επιμένουν για αρκετές ημέρες ή και εβδομάδες.
Οι λοιμώξεις του ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος είναι οι πιο συχνές λοιμώξεις ανάμεσα στους ενήλικες και τους έφηβους, που έχουν δύο με τέσσερις λοιμώξεις τον χρόνο. Τα παιδιά μπορεί να έχουν έξι με δέκα κρυολογήματα τον χρόνο (ενώ τα παιδιά που πάνε σχολείο μπορεί να έχουν ως και την ηλικία των 12 ετών.)
Παρότι όλα τα κρυολογήματα συχνά τα αναφέρουμε ως γρίπη, η αλήθεια είναι ότι το κοινό κρυολόγημα και η γρίπη είναι διαφορετικές νόσοι.
Το κρυολόγημα προκαλείται από μόλυνση από κάποιον από τους 100 διαφορετικούς ρινοϊούς. Άλλοι ιοί που μπορούν να προκαλέσουν κρυολόγημα είναι οι κορωνοϊοί, οι αδενοϊοί, οι εντεροϊοί, ο μεταπνευμονοϊός και οι ιοί παραϊνφλουέντζας. Λόγω των τόσον διαφορετικών ιών που προκαλούν το κρυολόγημα είναι αδύνατον κάποιος να αποκτήσει ανοσία.
Ο ιός του κοινού κρυολογήματος μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω φταρνίσματος ή βήχα ή της επαφής με το σάλιο ή τις ρινικές εκκρίσεις ενός μολυσμένου ατόμου ή κατευθείαν αγγίζοντας μια μολυσμένη επιφάνεια.
Μετά από την αρχική λοίμωξη, η περίοδος επώασης του ιού κυμαίνεται στις 8 με 12 ώρες τα συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν κατευθείαν μετά από αυτή την περίοδο ή μπορεί να ξεκινήσουν μετά από 2 με 5 μέρες μετά τη μόλυνση, ωστόσο συνήθως εμφανίζονται μετά από 10 ώρες.
Η πρώτη ένδειξη του κρυολογήματος είναι ο πονόλαιμος. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν ρινική καταρροή, μπούκωμα της μύτης, φτάρνισμα και βήχα. Αυτά ακολουθούνται συνήθως από μυϊκούς πόνους, αδυναμία, αδιαθεσία, πονοκέφαλο και μείωση της όρεξης για φαγητό. Τα κρυολογήματα συχνά μπορούν να προκαλέσουν υψηλό πυρετό και εξάντληση, ωστόσο συνήθως αυτά είναι συμπτώματα γρίπης. Τα συμπτώματα του κρυολογήματος εξαφανίζονται συνήθως μετά από μια εβδομάδα αλλά σε μερικές περιπτώσεις μπορούν να διαρκέσουν ως 14 ημέρες, με τον βήχα να διαρκεί περισσότερο από τα άλλα συμπτώματα. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι πιο έντονα στους ηλικιωμένους και τα παιδιά και μπορεί να περιλαμβάνουν έντονο πυρετό και εξανθήματα
Η γρίπη είναι οξεία νόσος του αναπνευστικού συστήματος με υψηλή μεταδοτικότητα.
Στην ταξινόμηση ιών οι ιοί της γρίπης είναι ιοί RNA οι οποίοι αποτελούν τρία από τα πέντε genera της οικογένειας Orthomyxoviridae τους ιούς Α, Β και C της γρίπης.
Οι ιοί της γρίπης προσβάλλουν το ανώτερο ή/και το κατώτερο τμήμα του αναπνευστικού συστήματος (μύτη, φάρυγγας, λάρυγγας, βρόγχοι,).
Εμφανίζεται με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων και μικροεπιδημιών. Κάθε δέκα- δεκαπέντε έτη εμφανίζεται με τη μορφή πανδημίας και προσβάλλει μεγάλο τμήμα του γενικού πληθυσμού.
Τα συμπτώματα έχουν οξεία έναρξη με απότομη εισβολή πυρετού, κεφαλαλγίας, μυαλγιών, κακουχίας. Αυτά τα γενικά συμπτώματα συνήθως συνοδεύονται από ρινική συμφόρηση, πονόλαιμο και βήχα. Η γρίπη στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι καλοήθης πάθηση που αυτοϊάται.
Το κοινό κρυολόγημα και η γρίπη δεν έχουν αιτιολογική θεραπεία. Το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς καταπολεμά από μόνο του την ασθένεια. Μέσα σε λίγες μέρες το ανοσοποιητικό αντιδρά και αποτρέπει τον ιό να προσβάλλει περισσότερα κύτταρα.
Επίσης μέσω αυτής της αντίδρασης τα λευκοκύτταρα καταστρέφουν τον ιό μέσω φαγοκύττωσης και καταστρέφουν τα μολυσμένα κύτταρα.
Ο ασθενής επίσης πρέπει να πίνει πολλά υγρά και μέσω αντιβηχικών σιροπιών ή σπρέι, αποχρεμπτικών για να διευκολύνουν τη ρευστοποίηση των φλεγμάτων, αποσυμφορητικών έτσι ώστε να μειώνουν τη συμφόρηση στις διόδους και ιδιαίτερα στη μύτη και με τη χρήση αναλγητικών.
Για την αντιμετώπιση των ιώσεων δεν πρέπει αρχικά να λαμβάνουμε αντιβίωση. Αρκεί μια απλή αντισηψία της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας με υπογλώσσια δισκία που διαλύονται αργά στο στόμα για την ανακούφιση του πονόλαιμου και η λήψη ενός βλεννολυτικού για την αντιμετώπιση του παραγωγικού βήχα. Η χορήγηση αντιβίωσης είναι αναγκαία μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και μόνο μετά από τη συμβουλή του γιατρού.
Ο γιατρός είναι ο μόνος που θα κάνει τη διάγνωση και θα σας συστήσει την κατάλληλη αγωγή. Επίσης, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι τα αντιβιοτικά θα μας προφυλάξουν και θα αποτρέψουν την εξέλιξη μιας ιογενούς λοίμωξης σε μικροβιακή, γιατί απλά δεν έχουν τέτοιες ιδιότητες.
Από τον Χρήστο Παπαφράγκο, Γενικό Ιατρό, Συντονιστή Διεύθυνσης ΕΣΥ Γενικής Ιατρικής, Πρόεδρο Ε.ΚΟ.Γ.Ι (Ελληνικού Κολλεγίου Γενικής Ιατρικής) και επιστημονικό συνεργάτη του www.iator.gr .