Το νόστιμο φαγητό μάς παχαίνει. Αλήθεια ή Μύθος;
Τελικά μας παχαίνει το νόστιμο φαγητό; Ο Ιατρός-Βιοπαθολόγος, Δρ. Ιωάννης Μεριανός, εξηγεί την απάντηση σε αυτό το κοινό ερώτημα.
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως το νόστιμο φαγητό είναι απαραιτήτως και παχυντικό. Με αυτό τον τρόπο καταδικάζουν τον εαυτό τους να στερείται υπέροχες διατροφικές γεύσεις με τον κίνδυνο της αύξησης του βάρους. Ο Ιατρός-Βιοπαθολόγος, Δρ. Ιωάννης Μεριανός, όμως, έρχεται να μας εξηγήσει ότι δεν φταίει από μόνο του το νόστιμο φαγητό.
Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι αυτή η τακτική;
Στο ερώτημα για το αν η κατανάλωση νόστιμου φαγητού μας παχαίνει περισσότερο, προσπάθησαν να απαντήσουν ερευνητές από το κέντρο Monell της Φιλαδέλφεια. Παρά την αντίληψη ότι το νόστιμο φαγητό είναι ανθυγιεινό, μπορεί επομένως να συμβάλει στην παχυσαρκία, οι ερευνητές έκαναν πειράματα σε ποντίκια και βρήκαν ότι από μόνο του το νόστιμο φαγητό δεν μπορεί να αυξήσει το βάρος μας.
Τα ευρήματα των ερευνών τους δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση Physiology & Behavior είναι τα εξής:
«Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι το νόστιμο φαγητό προκαλεί παχυσαρκία, αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η καλή γεύση καθορίζει τι επιλέγουμε να φάμε, αλλά όχι το πόσο τρώμε», τόνισε ο επικεφαλής της μελέτης Michael Tordoff, ψυχολόγος στο Monell.
Οι ερευνητές που μελετούν την παχυσαρκία, γνωρίζουν εδώ και πολύ καιρό ότι όταν τα τρωκτικά του εργαστηρίου κατανάλωναν μια ποικιλία από νόστιμα φαγητά, όπως μπισκότα με τσιπς σοκολάτας, τσιπς και συμπυκνωμένο ζαχαρούχο γάλα, πάχαιναν επειδή κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες.
Επειδή ωστόσο καμία μελέτη δεν κατάφερε να διαχωρίσει τα θετικά αισθητηριακά πλεονεκτήματα των γευστικών τροφών από το πλούσιο σε λίπος και χάρη περιεχόμενό τους, ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς αν η γεύση ήταν εκείνη που «οδηγούσε» στην υπερκατανάλωση τροφής.
Έτσι, ο Tordoff και οι συνεργάτες του σχεδίασαν μία σειρά από πειράματα για να εξετάσουν τον ρόλο της γεύσης στην υπερκατανάλωση τροφής και στην πρόσληψη βάρους. Οι ερευνητές πρώτα εγκαθίδρυσαν ότι τα ποντίκια θα αρέσκονταν σε φαγητό με γλυκιά ή λιπαρή γεύση και μετά έδωσαν στα ποντίκια δύο κυπελλάκια με φαγητό. Το ένα περιείχε απλή τροφή και το άλλο τροφή με σουκραλόζη, χωρίς θερμίδες. Η άλλη ομάδα είχε να επιλέξει ανάμεσα σε ένα κυπελλάκι με απλή τροφή και ένα άλλο με έλαιο, που επίσης δεν είχε θερμίδες.
Τα ποντίκια και στις δύο περιπτώσεις, αγνόησαν την απλή τροφή και επέλεξαν τη γλυκιά και τη λιπαρή εκδοχή αντίστοιχα, γεγονός που σημαίνει ότι οι γεύσεις τους ήταν πολύ θελκτικές.
Σε επόμενο στάδιο, τα ποντίκια έλαβαν για έξι εβδομάδες, μία από τις ακόλουθες διατροφικές επιλογές. Η μία ομάδα έτρωγε απλή τροφή, μία ομάδα έτρωγε τροφή με πρόσθετη σουκραλόζη και η τρίτη τροφή με έλαιο. Στο τέλος αυτής της περιόδου, οι τρεις ομάδες που λάμβαναν την τροφή με το έλαιο ή το γλυκαντικό δεν ήταν ούτε παχύτερα ούτε βαρύτερα.
Επιπρόσθετα τεστ, αποκάλυψαν ότι μετά από έξι εβδομάδες, τα ζώα προτιμούσαν ακόμη τις ευχάριστες γεύσεις.
Σε ένα άλλο πείραμα, οι ερευνητές τάισαν τα ποντίκια με τροφές πλούσιες σε λιπαρά που είναι γνωστό ότι κάνει τα ποντίκια παχύσαρκα. Τα ποντίκια που έτρωγαν πλούσιες σε λιπαρά τροφές με σουκραλόζη δεν ήταν παχύτερα από τα ποντίκια που έτρωγαν την «κλασική γεύση».
«Οι άνθρωποι συνήθως λένε ότι “αν ένα φαγητό είναι νόστιμο, είναι μάλλον κακό για εσένα”, τα ευρήματά μας ωστόσο δείχνουν πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Μπορούμε να φτιάξουμε φαγητό που να είναι και υγιεινό και νόστιμο μαζί», κατέληξε ο Tordoff.
Dr. Μέριανος Ιωάννης, Iατρός Βιοπαθολόγος
www.merianos.gr