«Γκλόρια»: Ένα love story με πολλή μοναξιά και χορό

gloria-bell
ΔΕΥΤΕΡΑ, 08 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019

Μια υπέροχη ερμηνεία από την Julianne Moore στο remake μιας ταινίας που κινείται σε γνωστά μονοπάτια.

Μητέρα και γιαγιά, εργαζόμενη και συνάδελφος, λάτρης του χορού, αν και σφιγμένη γενικά, στιλάτη, πενηντάρα και ακόμα να νικήσει την μοναξιά της.  Αυτή είναι η «Γκλόρια» (Gloria Bell) του Χιλιανού σκηνοθέτη Sebastián Lelio και της Julianne Moore που κλήθηκε να μας γοητεύσει με τα πάθη της.  

Διατηρώντας την αγάπη για την ηρωίδα του και τον βασικό ιστό της ιστορίας, ο σκηνοθέτης φτιάχνει την αμερικάνικη εκδοχή της χιλιανής, δικής του, ταινίας «Γκλόρια», διαθέτοντας περισσότερη πείρα και μουσική, αξιοπρόσεχτη διεύθυνση φωτογραφίας και μια ούτως ή άλλως καταπληκτική Julianne Moore.  

Η ιστορία παραμένει η ίδια με της ισπανόφωνης εκδοχής του 2013. Έτσι για πρώτη φορά βλέπουμε την Γκλόρια να χορεύει σε ένα κλαμπ απολαμβάνοντας τον χορό και αναζητώντας μια ανδρική συντροφιά. Αν και κάνει το πρώτο βήμα μιλώντας σε γνωστούς και αγνώστους, η Γκλόρια φαίνεται να δυσκολεύεται στην επικοινωνία και πολύ περισσότερο στην δυναμική διαχείριση της ζωής της. Είναι χρόνια μόνη και εγκλωβισμένη σε μια αδρανή, παρά την δραστήρια καθημερινότητά της, στάση ζωής.  

 Την ελεγχόμενη συμπεριφορά και καθημερινή ζωή της Γκλόρια διαταράσσει o Άρνολντ (John Turturro), ένας άνδρας που γνωρίζει στο κλαμπ και ο οποίος την ερωτεύεται τρελά. Μαζί προσπαθούν να βρουν τις ισορροπίες που απαιτεί μια σχέση, ωστόσο ο Άρνολντ δυσκολεύεται να διαχειριστεί τις δύο κόρες και την πρώην γυναίκα του που είναι δεμένες μαζί του με μια σχέση εξάρτησης, εμμονική και σίγουρα ανθυγιεινή.  

Και εδώ είναι που η Γκλόρια θα κληθεί να νικήσει την αδράνειά της και να πάρει τον έλεγχο στη ζωή της. Δηλαδή όχι ακριβώς εδώ. Θα χρειαστεί να εμπιστευτεί ξανά και ξανά τους λάθος ανθρώπους ώσπου να σηκωθεί σίγουρη και δυνατή για το επόμενο βήμα της στην (μοναχική) ζωή της.  

Συνοπτικά πρόκειται για μια ευαίσθητη ταινία που βάζει στο πλάνο της την μοναξιά μελετώντας ένα γυναικείο χαρακτήρα και εστιάζοντας σε μια ηλικία που ως κοινωνία, και άρα και κινηματογραφικά, δεν ενδιαφερόμαστε πολύ. Είναι επίσης βελτιωμένη αισθητικά σε σχέση με την πρώτη ταινία και έχοντας εμπλουτίσει κάποιους ρόλους η ιστορία έχει περισσότερο νόημα. Παρ' όλη όμως την «αναβάθμιση» και τις ωραίες ερμηνείες, η ιστορία είναι πιο συγκρατημένη και ρέει κάπως άνευρα, δίχως την ορμή της πρώτης προς μια κατεύθυνση που θα φανεί βαρετή σε όσους έχουν φρέσκια την ταινία που έχει προηγηθεί, μιας και σεναριακά αλλάζουν ελάχιστα πράγματα.  

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]