«Δυτική αποβάθρα»: κριτική θεάτρου
H κριτική της Eλένης Πετάση για την παράσταση «Δυτική αποβάθρα» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές που παρουσιάστηκε, σε σκηνοθεσία του Λουντοβίκ Λαγκάρντ, στο Εθνικό Θέατρο.
Ματαιωμένοι άνθρωποι-ενσαρκώσεις μιας εποχής σε επιθανάτια αγωνία που έχει προ πολλού ξεχάσει έννοιες όπως ουμανισμός, κοινωνική ισότητα και επικοινωνία, οι ήρωες του Μπερνάρ Μαρί Κολτές περιφέρονται στη «Δυτική Αποβάθρα» του δίχως ελπίδα και έλεος. Έργο της δεκαετίας του ‘80, εμπνευσμένο από τον άθλιο τρόπο κοινωνικής συμβίωσης στην παγκοσμιοποιημένη Νέα Υόρκη, μοιάζει να απευθύνεται στις σημερινές συνθήκες ζωής μας.
Σε μια εγκαταλελειμμένη «Δυτική αποβάθρα», λοιπόν, ένας επιχειρηματίας που καταχράστηκε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων φτάνει με τη βοηθό του με σκοπό να αυτοκτονήσει. Εκεί, στο δαίδαλο των έρημων υπόστεγών της, θα συναντήσουν μετανάστες, αποκομμένους από τα κοινά, θλιβερά λούμπεν στοιχεία μιας μεγαλούπολης που τα ξεβράζει από το σύστημά της, αδιαφορώντας για την τύχη τους.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο διαφορετικές κοινωνικές τάξεις είναι απόλυτα διαρρηγμένες, αλλά και η εσωτερική απομόνωση αποκλείει κάθε πιθανότητα ουσιαστικής επικοινωνίας και το μοναδικό σημείο επαφής είναι η μεταξύ τους ανταλλαγή. Και όχι μόνο.
Αυτοί οι δύο αντίθετοι κόσμοι, που αγωνίζονται να ξεφύγουν από τις συνθήκες διαβίωσής τους, κλυδωνίζονται από αντίστοιχες ρατσιστικές συμπεριφορές. Ακόμη και οι λευκοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα θεωρούν τους ομοιοπαθούντες Αφρικανούς μετανάστες υποδεέστερους. Εν τέλει ο χειραγωγημένος μαύρος, ο τελευταίος περιφρονημένος κρίκος μιας αλυσίδας κοινωνικών αποβλήτων, είναι εκείνος που θα δώσει τη λύση στο έργο.
Ο Ludovic Lagarde ακολουθεί πιστά το προφητικό για την εποχή του κείμενο του Κολτές, χωρίς μοντερνίστικη διάθεση ή πειραματισμούς. Μέσα σε ένα απειλητικό ημίφως οι φωνές των αντιηρώων παίρνουν δραματικές διαστάσεις, οι φωτοσκιάσεις δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ασφυκτική, ο ωμός ρεαλισμός σοκάρει, η βία μάς φέρνει αντιμέτωπους με την Αθήνα του σήμερα, όπου νιώθει κανείς έντονα τις φυλετικές εντάσεις, όπως επεσήμανε ο Γάλλος σκηνοθέτης σε συνέντευξή του.
Ωστόσο, παρότι η παράσταση με την επικουρία της λόγιας μετάφρασης του Βασίλη Παπαβασιλείου μεταφέρει την πολιτικοκοινωνική κριτική αλλά και την ποίηση και την υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα, η μεγάλη διάρκεια και ο αργός ρυθμός της κουράζουν. Από την άλλη, ένα καλό σύνολο ηθοποιών μάς αποζημιώνει.
Ο Ν. Χατζόπουλος είναι ουσιώδης και τεχνικά άρτιος ως απελπισμένος μεγαλοαστός. Η Μαρία Ναυπλιώτου (Μονίκ) παιγνιώδης με ανακουφιστικό ειρωνικό χιούμορ. Ο Δ. Λάλος (Σαρλ) άμεσος. Η νεαρή Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη (Κλαιρ) μια έκπληξη. Η Θ. Μπαζάκα πληθωρική, πειστική μετανάστρια μάνα (Σεσίλ), παρότι ξεφεύγει ενίοτε σε άστοχους μελοδραματισμούς. Ο Γ. Κοτανίδης (Ροντόλφ) επαρκής. Ο γεμάτος νεανικό σφρίγος Γ. Νιάρρος (Φακ) και ο εκφραστικά σιωπηλός Μ. Afolayan (Αμπάντ) συμπληρώνουν με τη δική τους δυναμική τη διανομή.
Ελένη Πετάση - [email protected]