Πώς η διατροφή μπορεί να βοηθήσει σε αυτοάνοσα νοσήματα; Η ειδικός απαντά
Μιλήσαμε με την Κλινική Διαιτολόγο-Διατροφολόγο με εξειδίκευση στα αυτοάνοσα, Δέσποινα Μαρσέλου, τέως προϊσταμένη στο Τμήμα Ανοσολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Newcastle, για να ρίξουμε φως στο κατά πόσο η διατροφή μπορεί να βοηθήσει όσους αντιμετωπίζουν αυτοάνοσα νοσήματα, που στην Ελλάδα μόνο υπολογίζεται ότι το 5% του πληθυσμού πάσχει.
Το ανοσοποιητικό σύστημα ξέρουμε όλοι ότι είναι αυτό που αποτελεί την άμυνα του οργανισμού και μας προστατεύει από ασθένειες, ιούς, μικρόβια και μικροοργανισμούς που εισβάλλουν στο σώμα. Στην περίπτωση των αυτοάνοσων νοσημάτων, όμως, το ανοσοποιητικό λειτουργεί λανθασμένα και με τον ίδιο τρόπο που επιτίθεται σε ένα μικρόβιο για να το πολεμήσει, επιτίθεται και σε ιστούς, κύτταρα και όργανα του σώματός μας, δημιουργώντας μια χρόνια κατάσταση, που οδηγεί τον ασθενή σε τακτική ιατρική παρακολούθηση.
Στο πλαίσιο αυτό, η διατροφή μπορεί να παίξει έναν άκρως σημαντικό ρόλο, παρ’ όλο που από αρκετούς αγνοείται η δύναμή της και δεν προσπαθούν να την αξιοποιήσουν με τη βοήθεια ενός εξειδικευμένου διατροφολόγου. Εμείς μιλήσαμε με την πλέον ειδικό πάνω στο θέμα, την Κλινική Διαιτολόγο-Διατροφολόγο με εξειδίκευση στα αυτοάνοσα, μετεκπαίδευση στη χορτοφαγία και μοναδική Διαιτολόγο-Διατροφολόγο, κάτοχο ΜSc Κλινικής Διατροφής και Ανοσολογίας στην Ελλάδα, Δέσποινα Μαρσέλου, για να μας εξηγήσει πώς μπορεί ο κόσμος που πάσχει από αυτοάνοσα να βοηθηθεί με τον πιο φυσικό τρόπο.
Ποια είναι τα πιο συνηθισμένα αυτοάνοσα που συναντάτε;
Τα πιο διαδεδομένα αυτοάνοσα που έχω αντιμετωπίσει πολλές φορές στην επαγγελματική μου πορεία είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο διαβήτης, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η θυρεοειδίτιδα Hashimoto/Graves, η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος του Crohn, ο ερυθηματώδης λύκος, οι δερματίτιδες, η κοιλιοκάκη.
Οι θεωρίες για τα αίτια ενός αυτοάνοσου μπορεί να είναι, εκτός από τα γονίδια, το περιβάλλον, η υπερβολική υγιεινή, δηλαδή λιγότερη έκθεση σε βακτήρια, και οι συχνοί εμβολιασμοί. Οι έρευνες ακόμα είναι σε εξέλιξη, αλλά οι επιστήμονες έχουν ρίξει φως στο μικροβίωμα του εντέρου, το οποίο έχει επίσης συνδεθεί τα τελευταία χρόνια με μεταβολικές παθήσεις, λειτουργικές γαστροεντερικές παθήσεις και αυτοάνοσα. Πιο επίφοβα για εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων είναι τα άτομα που παρουσιάζουν δυσβίωση στο έντερο που μπορεί να έχει προκληθεί από δυτικοευρωπαϊκή διατροφή (επεξεργασμένα προϊόντα, ζάχαρη, υψηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος, λιγότερες φυτικές ίνες), που είτε έχουν γεννηθεί με καισαρική ή δεν έχουν θηλαστεί, είτε πάσχουν από έντονο στρες, είτε έχουν υποστεί χειρουργική επέμβαση και μετατραυματικό-μεταχειρουργικό στρες.
Τι ακριβώς είναι η δυσβίωση;
Όταν λέμε δυσβίωση, εννοούμε αλλοιώσεις στη σύσταση της μικροβιακής εντερικής χλωρίδας, που συνήθως συνοδεύονται από υπερανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών, σε συνδυασμό με σημαντική απώλεια στην ποικιλομορφία των ειδών ή των λειτουργιών που επιτελούν και παράλληλα φλεγμονώδη απόκριση του οργανισμού, κάτι που τελικά συμβάλλει στην εμφάνιση ασθενειών. Tα αυτοάνοσα νοσήματα είναι ο νούμερο 2 λόγος για χρόνιες νόσους, παρ’ όλα αυτά το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας χορηγεί μόλις το 3% του προϋπολογισμού του για να εξεταστούν οι αιτίες που τα προκαλούν.
Υπάρχουν κάποια γενικά συμπτώματα που πρέπει να προσέξει κάποιος;
Συμπτώματα μπορούν να αποτελέσουν η έντονη κόπωση, η αδυναμία συγκέντρωσης και μνήμης (brain fog), η θολή όραση, οι κινητικές διαταραχές, οι ζαλάδες, οι ίλιγγοι κ.ά. Υπάρχουν περισσότεροι από 80 τύποι διαγνωσμένων αυτοάνοσων διαταραχών, αλλά πολλοί ασθενείς δηλώνουν συμπτωματολογία αυτοάνοσων, όπως τα παραπάνω, χωρίς να έχουν διαγνωστεί με κάποιο αυτοάνοσο. Κάποιος πρέπει να είναι πιο υποψιασμένος επίσης αν υπάρχει κληρονομικότητα ή ζει σε έντονες στρεσογόνες καταστάσεις.
Έρευνες που αφορούν τη διατροφή και πώς επηρεάζει αυτή το μικροβίωμα του εντέρου έχουν ξεκινήσει τα τελευταία 15 χρόνια και ενώ ακόμη ίσως δεν είναι πολυπληθείς, στην πράξη φαίνεται πως η διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο, κάτι που συναντώ κι εγώ συνεχώς στην επαγγελματική μου πορεία. Συγκεκριμένα, πάντως, μπορώ να σας πω ότι τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές ασχολούνται πολύ με την νόσο κοιλιοκάκη, αφού γνωρίζουν το γονίδιο HLD DQw2 αλλότυπο στο χρωμόσωμα 6, καθώς και τον ένοχο, που δεν είναι άλλος από τη γλουτένη (πρωτεΐνη που υπάρχει σε μερικά δημητριακά όπως το σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη). Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι σε ορισμένους ασθενείς, το μικροβίωμα του εντέρου δεν έρχεται σε πλήρη αποκατάσταση ακόμα και ύστερα από 3-4 χρόνια αποχής από γλουτένη! Οι επιστήμονες συστήνουν σίγουρα αποχή από τη δυτικοευρωπαϊκή διατροφή, αλλά και τον ανάλογο τρόπο ζωής και ερευνούν άλλους τύπους διατροφής, όπως για παράδειγμα την ημι-χορτοφαγια (με κατανάλωση κυρίως ψαριού ή κοτόπουλου αντί για τα υπόλοιπα κρεατικά) συνδυαστικά με αποχή από γλουτένη και με χορήγηση προβιοτικών.
Θεωρείτε ότι αν βρεθεί η λύση για τη νόσο της κοιλιοκάκης θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο και για άλλα αυτοάνοσα;
Οι έρευνες εκφράζονται θετικά πάνω σε αυτό. Μέχρι στιγμής είναι φανερό ότι η ποικιλομορφία σε φυτικές ίνες, τα ωμέγα-3, καθώς και οι βιταμίνες συμπλέγματος Β και τα αμινοξέα, όπως και οι τροφές που μειώνουν τη φλεγμονή και ενισχύουν το μικροβίωμα του εντέρου, παίζουν σημαντικό ρόλο πέρα από την κοιλιοκάκη και σε αυτοάνοσα όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η θυρεοειδίτιδα Hashimotο/Graves.
Θα έλεγα μάλλον να το θέσει σε ύφεση, αλλά ακόμα καλύτερα να ενισχύσει το ανοσοποιητικό, ώστε να μην βρει έδαφος ένα δεύτερο αυτοάνοσο. Η διατροφή μπορεί να επιφέρει μείωση της φλεγμονής και επομένως μείωση του πόνου, όπου αυτός υπάρχει, και μείωση των συμπτωμάτων όπως έντονη κόπωση, το σύνδρομο του broken brain κ.λπ. Όπως είναι φυσικό, το σώμα θα πρέπει να έχει ένα καλό υπόβαθρο ώστε να δεχτεί μια διατροφή πλούσια σε αντιοξειδωτικά και θρεπτικά συστατικά και σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι θα δούμε αλλαγές σε ασθενείς που δουλεύουν 12 ώρες κάτω από έντονες στρεσογόνες καταστάσεις, έχουν συνεχή επαφή με wi-fi, καθώς και κακή ποιότητα ύπνου. Αυτό που χρειάζεται είναι επαφή με το σώμα μας ξανά και σε αυτό μπορούν να βοηθήσουν τεχνικές γιόγκα, απομάκρυνση από συσκευές όπως κινητά, τηλεοράσεις και επαφή με τη φύση. Όλα αυτά θέτουν τα θεμέλια για να μπορέσει και η διατροφή να δώσει καρπούς.
Ποια θρεπτικά στοιχεία μπορούν να βοηθήσουν και πώς;
Τα αντιοξειδωτικά, κυρίως βιταμίνες Α, Ε και C, οι οποίες καταπολεμούν τις ελεύθερες ρίζες που αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό, καθιστώντας τον οργανισμό πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις και ιώσεις. Τα προβιοτικά, δηλαδή τα προϊόντα ζύμωσης, μπορούν να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό και να προστατεύσουν την ομαλή λειτουργία του εντέρου, τροφοδοτώντας το με καλά βακτήρια. Σημαντικά είναι επίσης τα καλά λιπαρά τα οποία είναι απαραίτητα για την καλύτερη άμυνα του οργανισμού, ο ψευδάργυρος που συμβάλλει στην καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού μας συστήματος και η έλλειψή του σχετίζεται με τη μείωση των Τ-λεμφοκυττάρων, αλλά και οι φυτικές ίνες, που επηρεάζουν την έκκριση μιας αντι-φλεγμονώδους πρωτεΐνης, της ιντερλευκίνης-4, που συμβάλλει στην προστασία και στη γρηγορότερη ανάρρωση από λοιμώξεις. Σε αυτοάνοσα όπως σκλήρυνση κατά πλάκας, τα 9 αμινοξέα είναι απαραίτητα για τη δομή του νευρικού συστήματος, μαζί με τις βιταμίνες συμπλέγματος Β.
Τα παραπάνω είναι κάποιες βασικές αρχές που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε πάσχων. Στη συνέχεια, όμως, ο ασθενής θα πρέπει να απευθύνεται σε κλινικό διαιτολόγο με την απαραίτητη εξειδίκευση. Ο κλινικός διαιτολόγος θα πρέπει να πάρει ένα πλήρες ιστορικό, ξεκινώντας από τη βρεφική ηλικία μέχρι και σήμερα (το πώς γεννήθηκε, πόσο θήλασε, τι φλεγμονές αντιμετώπισε ως βρέφος και στην παιδική ηλικία). Ο τρόπος ζωής, το πλήρες ιατρικό και διατροφικό ιστορικό, καθώς και συγκεκριμένες εξετάσεις αίματος θα θέσουν τη βάση για την κατάλληλη διατροφή ανάλογα το αυτοάνοσο νόσημα που αντιμετωπίζει κάποιος. H διατροφή θα πρέπει να είναι απολύτως εξατομικευμένη, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του ασθενούς και αν χρειάζεται να δοθούν συμπληρώματα. Εάν κάποιος ασθενής, για παράδειγμα, έχει γεννηθεί με καισαρική, είναι σίγουρο ότι θα έχει έλλειψη bifidobacterium lactis. Οι ασθενείς με κοιλιοκάκη παρουσιάζουν μικρό αριθμό bifidobacterium και γενικά gram positive bacteria και μεγαλύτερο αριθμό παθογόνων βακτηρίων όπως E.coli, B fragilis, που σημαίνει ότι εκεί θα πρέπει να δράσουμε ανάλογα δίνοντας συγκεκριμένη καλλιέργεια προβιοτικών και όχι απλά να πάρουμε ένα οποιοδήποτε σκεύασμα –κάτι που ισχύει για όλα τα σκευάσματα. Αυτό που παρατηρώ, δυστυχώς, είναι πολλοί ασθενείς με λίστα συμπληρωμάτων, χωρίς να έχουν κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στη διατροφή τους και στον τρόπο ζωής τους. Εάν δεν μπει μια καλή διατροφική βάση, κανένα συμπλήρωμα δεν πρόκειται να κάνει την αλλαγή.
Από έρευνες που συνδέουν το μικροβίωμα του εντέρου και τη χορτοφαγία/απόλυτη χορτοφαγία προκύπτει θετική συσχέτιση με το εντερικό μικροβίωμα μιας και οι υψηλές φυτικές ίνες και η ποικιλία σε φυτικούς πολυσακχαρίτες μειώνουν τη φλεγμονή προάγοντας κυτταρική ανοσία. Ταυτόχρονα, οδηγούν σε αύξηση παραγωγής λιπαρών οξέων μικρής αλύσου από μικρόβια, κάτι που συμβάλλει σε μικρότερο Ph κοπράνων και άρα περισσότερα «καλά βακτήρια» (π.χ. Bifidobacterium), με λιγότερα παθογόνα βακτήρια όπως E.coli. Όπως προείπα, όμως, η κάθε διατροφή πρέπει να είναι εξατομικευμένη οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι έχω ένα μοναδικό τύπο διατροφής ως πανάκεια. Σίγουρα, όμως, η απομάκρυνση από τον δυτικοευρωπαϊκό τύπο διατροφής είναι αναγκαία και η στροφή προς τη μεσογειακή διατροφή είναι μεγάλης σημασίας. Επιπλέον, η ψυχολογία του ασθενούς είναι επίσης σημαντική. Αν ένας ασθενής είναι αρνητικός προς τη χορτοφαγία ή θεωρεί ότι δεν του ταιριάζει ως τρόπος ζωής, δεν επιβάλλεται. Είναι πιο σημαντικό ένας ασθενής να ακολουθήσει έναν τύπο διατροφής που θα ενισχύει το ανοσοποιητικό και θα τον κάνει να νιώσει καλύτερα, αλλά και να ανταπεξέλθει σε αυτή τη διατροφή. Το σοκ της διάγνωσης είναι ήδη μεγάλο για να του προταθεί και μια διατροφή που δεν θα μπορεί να ακολουθήσει. Παρ’ όλα αυτά, είναι ξεκάθαρο ότι η διατροφή τύπου «τρώω λίγο από όλα» και παίρνω μια λίστα συμπληρωμάτων για ενίσχυση ανοσοποιητικού ή μια διατροφή που εμπεριέχει αλλαντικά, υψηλά ποσοστά κόκκινου κρέατος, επεξεργασμένα προϊόντα και αναψυκτικά, ακόμα και όταν αυτά είναι light, δεν γίνεται να λειτουργήσει και με βρίσκει εντελώς αντίθετη ακόμα και σε μια απλή διατροφή απώλειας βάρους. Θα επιμείνω ότι ο κάθε ασθενής είναι ξεχωριστός και ως επαγγελματίας υγείας αναγνωρίζω τις διατροφικές ανάγκες του καθενός ξεχωριστά και πράττω σύμφωνα με αυτές.
ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΑΣΩΝΗ
Βιβλιογραφία
revealed by a comparative study in children from Europe and rural Africa. Proc Natl Acad Sci USA
2.Mulder et al 2009.Environmentally-acquired bacteria influence microbial diversity and natural innate immune responses at gut
surfaces. BMC Biol
3. Sekirov et al 2010.Gut microbiota in health and Disease. Physiol Rev
4. Wu et al 2011. Linking long-term dietary patterns with gut microbial enterotypes. Science.
5.Laparra et al. 2012. Bifidobacterium longum CECT 7347 modulates immune responses in a gliadin-induced enteropathy animal model.
6. D’Arienzo et al 2011. Immunomodulatory effects of Lactobacillus casei administration in a mouse model of gliadin-sensitive enteropathy. Scand. J. Immunol.
7.De Angelis Silano M, De Vincenzi M, Losito I, Gobbetti M. 2006. VSL#3 probiotic preparation has the capacity to hydrolyze gliadin polypeptides responsiblefor celiac sprue. Biochim. Biophys. Acta
8.Vanderpool Yan and Polk DB. 2008. Mechanisms of probiotic action:implications for therapeutic applications in inflammatory bowel diseases. Inflamm. Bowel Dis.
9.Nadal et al 2017.Imbalance in the composition of the duodenal microbiota of children with coeliac disease. J. Med. Microbiol.