Κ. Καραμπέτη: «Αντί να προχωράμε εμπρός αισθάνομαι ότι έχουν γίνει βήματα προς τα πίσω»
H Kαρυοφυλλιά Καραμπέτη, ως Κριστίν Μάννον στο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» πέφτει θύμα της πουριτανικής ηθικής. Στο click@Life μας μιλάει για τους αέναους μηχανισμούς ενός αυταρχικού συστήματος.
Απέχει η σκηνή από τη ζωή; Ο συντηρητισμός που δηλητηριάζει την οικογένεια των Μάννον στο κλασικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ, «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», μπορεί ενδεχομένως να αγγίξει κάποιες χορδές στον σύγχρονο θεατή. Ο Γιάννης Χουβαρδάς αναλαμβάνει να μας παρουσιάσει επί σκηνής τους μηχανισμούς ενός καταπιεστικού συστήματος που βγάζει ακρωτηριασμένους ψυχικά ανθρώπους. Η επική τριλογία του Ευγένιου Ο’ Νηλ, βασισμένη στο μύθο της Ορέστειας, μεταφέρεται στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε μια παράσταση που διακρίνεται για τον μινιμαλισμό και την κινηματογραφική αισθητική της. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία έχει ερμηνεύσει υποδειγματικά πολλές ηρωίδες του αρχαίου ελληνικού δράματος, μεταμορφώνεται για τις ανάγκες του ρόλου της σε μια σύγχρονη Κλυταιμνήστρα.
Συστήστε μας την ηρωίδα που υποδύεστε.
Η Κριστίν Μάνον, είναι από τη φύση της ένα πλάσμα εξωτικό. Μία όμορφη γυναίκα με πολύ έντονο ερωτισμό, η οποία, όπως την περιγράφει ο Ο' Νιλ, είναι γύρω στα σαράντα αλλά φαίνεται πολύ νεότερη. Κινείται με χάρη αιλουροειδούς, ντύνεται ωραία, έχει όμορφα, πλούσια μαλλιά, με παράξενο χρώμα. Ωστόσο είναι εγκλωβισμένη εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα γάμο με τον Έζρα Μάνον και ζει υπό το βάρος μιας πουριτανικής αντίληψης για τη ζωή. Ο Έζρα έχει διατελέσει δικαστής, είναι πάρα πολύ πλούσιος, είναι δήμαρχος στην πόλη του και στρατηγός στον εμφύλιο πόλεμο. Ο πόλεμος τελειώνει τη στιγμή που ξεκινά το έργο και ο Έζρα επιστρέφει. Η Κριστίν λοιπόν, αυτή η ελεύθερη γυναίκα είναι σαν φυλακισμένη. Είναι ένα θύμα της αυστηρής συντηρητικής ηθικής. Έχει υποστεί μια τεράστια σεξουαλική απογοήτευση από τον σύζυγό της λόγω της δικής του στάσης, γιατί κι αυτός, έχοντας γαλουχηθεί μέσα από πολύ αυστηρές αρχές θεωρεί τον έρωτα ενοχή. Επομένως δεν μπορεί κι ο ίδιος ούτε να βιώσει, ούτε να προσφέρει στην Κριστίν αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Η Κριστίν αισθάνεται τεράστιο μίσος, απέναντι στο σύζυγό της, στον τρόπο ζωής της κι έχει τεράστια ανάγκη για ελευθερία, αγάπη και έρωτα.
Ποια είναι η σχέση της με τα παιδιά της;
Διατηρεί πολύ διαφορετικές σχέσεις με τα δύο της παιδιά. Από τη μία είναι η Λαβίνια, που μοιάζει στην Ηλέκτρα- εξ’ ου κι ο τίτλος του έργου- την οποία μισεί γιατί θεώρει ότι είναι κόρη του πατέρα της και δεν έχει τίποτα δικό της. Αντίθετα λατρεύει τον Όριν, το γιο της, τον Ορέστη αντίστοιχα. Το έργο μπορεί να έλκει την καταγωγή του από την Ορέστεια, αλλά η ουσιαστική θεματολογία του πηγάζει άμεσα από τον Οιδίποδα. Έχουμε δηλαδή στο επίκεντρο αυτήν την ιδιαίτερη σχέση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Η Κριστίν βρίσκει τον εραστή της στο πρόσωπο του Άνταμ Μπραντ, ενός συγγενή της οικογένειας. Είναι κι αυτός ένας Μάννον αλλά φέρει και το νόθο αίμα μιας υπηρέτριας. Το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» είναι ένα έργο ομοιοτήτων και αντανακλάσεων, όπου όλοι οι άνδρες μοιάζουν μεταξύ τους. Όταν ένας άνδρας ερωτεύεται μια γυναίκα, ερωτεύεται σε αυτή το πρότυπο της μητέρας του.
Έχουμε δηλαδή αλλεπάλληλα φροϋδικά τρίγωνα;
Ακριβώς. Η Κριστίν ερωτεύεται τον Άνταμ Μπραντ-Αίγισθο, ο οποίος μοιάζει πάρα πολύ στο γιο της. Ο Άνταμ Μπραντ ερωτεύεται την Κριστίν γιατί μοιάζει πάρα πολύ στη μητέρα του, Μαρί Μπραντώ. Αργότερα, υπάρχει ξανά το μοτίβο της ερωτικής έλξης ανάμεσα στα αδέλφια. Ο Όριν στρέφει πια το αιμομικτικό του ενδιαφέρον στην αδερφή του, έχοντας πάρει ο ίδιος τη θέση του πατέρα του και η αδελφή του τη θέση της μητέρας. Υπάρχουν όλοι αυτοί οι αλλεπάλληλοι καθρέφτες.
Πώς εγγράφεται η πρόταση ανάγνωσης του έργου στο σήμερα, δεδομένου και ότι η οικογένεια αποτελεί το πρωταρχικό κοινωνικό κύτταρο;
Ο κάθε θεατής μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία. Όμως προσωπικά πιστεύω ότι το έργο γράφτηκε σε μια εποχή για να χτυπήσει τον κοινωνικό συντηρητισμό και τον τρόπο δομής ενός συστήματος στην Αμερική που αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς για όλους μας. Υπό αυτή την έννοια, ερμηνεύοντάς το ξανά σήμερα, βλέπουμε πώς μια κοινωνία με συγκεκριμένες πολιτικές δομές, έχει δημιουργήσει έναν τρομερά καταπιεστικό μηχανισμό, απέναντι στο άτομο και στην ανάγκη του για ζωή και ελευθερία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Έζρα Μάνον, ο πατριάρχης του έργου, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες, δηλαδή, την πολιτική, όντας δήμαρχος, την οικονομική, τη δικαστική και τη στρατιωτική. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το σύμβολο ενός καταπιεστικού συστήματος. Συμβαίνει λοιπόν στο άτομο που υφίσταται αυτήν την κοινωνική καταπίεση μια εσωτερική στρέβλωση που φτάνει και στα όρια της διαστροφής, του μίσους, και της μετάλλαξης της προσωπικότητας. Η Κριστίν, για παράδειγμα, αντιμετωπίζοντας τη νεαρή Χέιζελ Νάιλς, η οποία είναι ερωτευμένη με τον Όριν και αντιπροσωπεύει τη φωτεινή πλευρά, σε αντιπαράθεση με τα σκοτάδια των Μάνον, της λέει: «είσαι πραγματικά καλό πλάσμα, κάποτε ήμουν κι εγώ σαν κι εσένα». Η Χέιζελ είναι ακόμα αθώα, αργότερα όμως κι αυτή μολύνεται από αυτό το πνεύμα, του συντηρητισμού, του μίσους και της καταπίεσης.
Από αυτόν τον γκρίζο κόσμο υπάρχει κάποια διέξοδος;
Στο κείμενο υπάρχει συνεχώς η αναφορά στα λεγόμενα «ευλογημένα νησιά», «Blessed islands», «Fortune islands», της Νότιας Θάλασσας. Εκεί που και ο ίδιος ο Ο’Νιλ είχε ταξιδέψει αλλά βάζει και πολλούς χαρακτήρες του των έργων του να τα αναφέρουν. Ο Άνταμ Μπραντ, ο καπετάνιος έχει πάει εκεί. Κι οι υπόλοιποι όμως χαρακτήρες που δεν έχουν ταξιδέψει αλλά έχουν διαβάσει για αυτά τα νησιά, θέλουν να πάνε εκεί. Είναι μια ουτοπία, ένας τόπος στον οποίο όλοι θέλουν να βρουν καταφύγιο. Τα νησιά παρέχουν ασφάλεια, γαλήνη, ειρήνη, κι ο Όριν θέλει να πάει και να ζήσει εκεί με τη μητέρα του. Από την άλλη πλευρά συμβολοποιούν και το σώμα της μητέρας για τον Όριν. Πολλές φορές της λέει ότι τα νησιά είσαι εσύ. Για τους καταπιεσμένους ήρωες αυτού του έργου κι αυτής της κοινωνίας γενικότερα, το να βρει κανείς καταφύγιο σε ένα νησί όπου ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, οι ιθαγενείς είναι γυμνοί χωρίς την αίσθηση της αμαρτίας και μπορούν να ζουν ελεύθερα, απολαμβάνοντας τη σεξουαλικότητά τους, είναι άπιαστο όνειρο. Είναι άπιαστο όνειρο για το δυτικό άνθρωπο ο οποίος ζει καταπιεσμένος μέσα στις δομές ενός συστήματος, που ο ίδιος έχει επινοήσει. Κι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σχόλιο για την κοινωνία γενικότερα που εξακολουθεί να είναι υπέρ το δέον καταπιεστική, χάνει τον ανθρωποκεντρισμό της και οδηγεί το σύγχρονο άνθρωπο, μέσα από άλλες διαδικασίες, σε εγκληματικές συμπεριφορές.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί στη σκηνοθετική γραμμή του κυρίου Χουβαρδά για το συγκεκριμένο έργο;
Διαθέτει μεγάλη πνευματικότητα η προσέγγιση του και επικεντρώνεται στο καθαρό απόσταγμα της ουσίας των χαρακτήρων. Επιμένει σε ένα μινιμαλισμό, αποφεύγοντας το μελόδραμα και την υπερβολή- γιατί σίγουρα αυτός ο μύθος με όλα αυτά τα τρομερά γεγονότα που συμβαίνουν στην ιστορία οικογένειας των Μάννον, θα μπορούσε να δώσει την αφορμή για ένα ανέβασμα κραυγαλέο. Υπάρχει τεράστιος σεβασμός απέναντι στον ψυχισμό αυτών των ανθρώπων και στην πνευματική τους διάσταση, επί της ουσίας. Οι υποκριτικές επιλογές πρέπει να είναι πολύ μινιμαλιστικές και ακριβείς. Εμένα αυτό με συγκινεί πάρα πολύ, καθώς αφήνει στον ηθοποιό την ελευθερία να μην πιέσει τα πράγματα αλλά αντίθετα να είναι τόσο ανοιχτός ώστε σχεδόν τα πράγματα να συμβαίνουν ερήμην του. Είναι πραγματικά μια μαγική διεργασία. Η παράσταση περνάει και μέσα από τη μεγέθυνση της εικόνας, αφού το πρόσωπο του ηθοποιού προβάλλεται μέσα από κάμερες σε τεράστιες, ασπρόμαυρες οθόνες, παραπέμποντας λίγο και σε έναν παλαιότερο κινηματογράφο. Το άσπρο- μαύρο κι οι ενδιάμεσες γκρίζες αποχρώσεις κυριαρχούν στην όλη αισθητική της παράστασης, με την έννοια ενός γκρίζου σκοτεινού κόσμου στον οποίο δεν επιτρέπονται τα χρώματα. Ο Ο’Νιλ μιλάει για το πράσινο φόρεμα της Κριστίν, αλλά ο θεατής δεν το βλέπει, αντικρίζει ένα γκρίζο φόρεμα. Η μεγέθυνση των προσώπων δεν σου επιτρέπει να χρησιμοποιήσεις πιο «θεατράλε» υποκριτικές και οι φωνές μας διοχετεύονται μέσα από μικρόφωνα-ψείρες, οπότε πρέπει να διατηρούμε μια υποκριτική προσέγγιση χαμηλών τόνων, με μεγαλύτερη εσωτερικότητα. Δεν απευθυνόμαστε με ρεαλιστικό τρόπο αλλά επικεντρωνόμαστε σε ένα είδος λόγου που έχει κάτι το μυστικό, το συνωμοτικό. Απευθυνόμαστε μιλώντας στο μυαλό και το υποσυνείδητο του θεατή.
Πρόκειται για μια τριλογία που δύσκολα ανεβαίνει ολοκληρωμένη στη σκηνή. Κι αυτό οφείλεται και στην έκσταση του έργου. Η παράσταση του Εθνικού Θέατρου τι λύση προτείνει;
Έχουν γίνει πολύ γενναία κοψίματα, η παράσταση μαζί με το διάλειμμα θα διαρκέσει σχεδόν τρεις ώρες (παρά ένα τέταρστο) επιτρέποντας στο σύγχρονο κοινό να παρακολουθήσει πολύ πιο άνετα ολόκληρο το έργο. Έχουν φύγει πάρα πολλά κομμάτια, κι έχουμε επικεντρωθεί στην ουσία της ιστορίας, της πλοκής και των χαρακτήρων. Δευτερεύοντες χαρακτήρες τους οποίους έχει χρησιμοποιήσει ο Ο’Νιλ ως ένα είδος χορού, αντικαθιστώντας το χορό της αρχαία τραγωδίας, σε εμάς πάλι έχει γίνει ένα είδος αντικατάστασης. Όλα αυτά τα πρόσωπα δεν υπάρχουν αλλά έχουν συμπυκνωθεί σε τέσσερις ρόλους που υποδύονται η Μάγια Λυμπεροπούλου, η Θέμις Μπαζάκα, ο Χάρης Τσιτσάκης και ο Γιώργος Κοτανίδης. Ο Γιάννης Χουβαρδάς χρησιμοποιεί στο ανέβασμα του έργο, δύο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μια μεριά είναι αυτός ο κόσμος των Μάννον που είναι ένα κλειστό αυστηρό σύστημα το οποίο είναι κάπως σαν εγκλωβισμένο στο χρόνο κι ίσως θα έλεγε κάποιος επαναλαμβάνεται αενάως, με τη μορφή ενός έργου τέχνης, κι από την άλλη μεριά είναι αυτοί οι τέσσερις χαρακτήρες, οι θεατές μιας θεατρικής παράστασης. Βρίσκονται στην πλατεία μαζί με τους υπόλοιπους θεατές, όμως παρεμβαίνουν, αρχίζοντας σιγά σιγά να μπαίνουν μέσα στην ιστορία και να τη σχολιάζουν.
Εξακολουθείτε να παίζετε και στην παράσταση «Κίεβο» στο Επί Κολωνώ, παράλληλα με την νέα αυτή παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Επομένως θα πρωταγωνιστείτε σε δύο πολύ απαιτητικές παραστάσεις.
Πράγματι. Κάποιες μέρες θα χρειαστεί να κάνω δύο παραστάσεις διαφορετικές, δηλαδή μια απογευματινή στο Εθνικό θέατρο και αμέσως μετά- ευτυχώς το Επί Κολωνώ βρίσκεται σε απόσταση 5 λεπτών- να κάνω ένα ρόλο τελείως διαφορετικό. Αυτό όμως είναι που σε κινητοποιεί και υποκριτικά και πνευματικά. Για μένα θα είναι εμπειρία γιατί δεν έχει τύχει να παίξω δύο παραστάσεις, τη μία μετά την άλλη, μέσα στην ίδια μέρα.
Είναι θα λέγαμε μια ακροβασία για τον ηθοποιό να καταφέρει να μπαίνει στο πετσί του ρόλου σε δύο τόσο διαφορετικά έργα. Πώς το κατορθώνετε;
Κοιτάξτε, αυτό έχει να κάνει με την ποιότητα και την ποσότητα της δουλειάς που έχει γίνει. Όταν γνωρίζεις πάρα πολύ καλά και το έργο και το χαρακτήρα και τις απαιτήσεις της σκηνοθετικής ερμηνείας, έχεις ένα πολύ στέρεο υπόβαθρο για να μπορέσεις από εκεί και πέρα να κάνεις την ψυχολογική μετατόπιση και να μπεις μέσα στον κάθε χαρακτήρα.
Πώς σχολιάζετε τον συντηρητισμό που βλέπουμε να περικυκλώνει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια; Εσείς τον βιώνετε, τον εισπράττετε το συντηρητισμό;
Βεβαίως. Ανήκω σε μια γενιά που στην εφηβεία μας υπήρχε έντονο το κάλεσμα της προσωπικής ελευθερίας προς πάσα κατεύθυνση. Μέσα από τις δεκαετίες που πέρασαν σαν οδοστρωτήρας πάνω από την ελληνική κοινωνία αντί να προχωράμε εμπρός αισθάνομαι ότι έχουν γίνει βήματα προς τα πίσω, σε όλους τους τομείς. Θέλω να πιστέψω ότι έχοντας φτάσει σε τόσο ακραία σημεία και αντιμετωπίζοντας όλο και μεγαλύτερα αδιέξοδα, αναγκαστικά στη συνέχεια, ο μόνος δρόμος θα είναι προς τα πάνω. Κρατάει ζωντανή μέσα την ελπίδα η πεποίθηση ότι σε καιρούς τόσο σκοτεινούς, ο άνθρωπος θα αντιδράσει. Δε θα είναι δυνατόν να συνεχίσει να αντέχει αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον. Θα κάνει κάτι για να αλλάξει ο ίδιος προσωπικά κι από και πέρα κι ο τρόπος που λειτουργεί ως κοινωνικό ον, ώστε να μεταβληθούν και οι κοινωνικές δομές.
Ταυτότητα παράστασης: Παίζουν οι: Ακύλλας Καραζήσης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη,Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Αργύρης Πανταζάρας, Γιούλικα Σκαφιδά, Χρήστος Στέργιογλου, Χάρης Τσιτσάκης, Θέμις Μπαζάκα, Μάγια Λυμπεροπούλου, Γιώργος Κοτανίδης.
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές.Σκηνοθεσία – Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Γιάννης Χουβαρδάς. Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Χουβαρδάς – Σάββας Κυριακίδης. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος.Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα Τριανταφύλλη.
Πληροφορίες: Πρεμιέρα 22 Φεβρουαρίου στο Εθνικό Θέατρο-κεντρική σκηνή, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210.5288170-171, 210.7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας) και στο www.n-t.gr . Παραστάσεις έως τις 16/3.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ