Kριτική θεάτρου:«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»

kritiki-theatrouto-penthos-tairiazei-stin-ilektra

O Xρήστος Λούλης με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη σε σκηνή από το έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

ΤΕΤΑΡΤΗ, 03 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» που παρουσιάζεται, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, στο Εθνικό Θέατρο.

Παραπέμποντας στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», τοποθετημένο στο τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου (1865), στοχεύει σε μια σύγχρονη αντιστοιχία του μύθου μετατρέποντας την τραγωδία σε ψυχολογικό δράμα όπου η έννοια της μοίρας αντικαθίσταται από φροϊδικές δυνάμεις του ασυνείδητου. Κατ' επέκταση η εξάωρη επική τριλογία του Ευγένιου Ο' Νηλ, ανοικονόμητη, και γι' αυτό ελάχιστα παρουσιασμένη στη διεθνή σκηνή, προσεγγίζει την Ηλέκτρα περισσότερο μέσα από το βλέμμα του Ευριπίδη και τα αρχαιοελληνικά πάθη μέσα από δαιδαλώδη οιδιπόδεια συμπλέγματα.

Γραμμένη στην περίοδο της οικονομικής κρίσης (1929-1931) υπογραμμίζει την αγεφύρωτη πάλη ανάμεσα στην πουριτανική ηθική και στην ορμέμφυτη ανάγκη για έρωτα και ελευθερία, καθώς οι ήρωες, ανακυκλώνοντας την ενοχή πατρογονικών αμαρτιών, είναι εγκλωβισμένοι στα «φαντάσματα» που τους εξουσιάζουν.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, που υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία του έργου μαζί με τον Σάββα Κυριακίδη, μειώνει τη διάρκειά του σε τρεις ώρες, ξεγλιστρά έξυπνα από τις οδηγίες του Ο΄Νηλ, το εμποτίζει με μια αιχμηρή θεατρικότητα και το εμβολιάζει επιτυχημένα με μια σύγχρονη αισθητική.

Η καταραμένη οικογένεια Μάνον προσγειώνεται στο Εθνικό Θέατρο με πρόσωπα πετρωμένα που αποδίδουν τις «ζωντανές μάσκες νεκρών» τις οποίες στόχευε να υλοποιήσει με τη βοήθεια του μακιγιάζ ο συγγραφέας. Πρόσωπα, αντίστοιχα με τα πορτρέτα των προπατόρων τους, που η συναισθηματική ακαμψία τους προβάλλεται πολλαπλασιασμένη στους τρεις απειλητικούς τοίχους της άδειας σκηνής μεγεθύνοντας το αδιέξοδό τους.

Από την άλλη αυτός ο οίκος των Ατρειδών δεν έχει καμία πύλη διαφυγής. Οι κάτοικοί του ντυμένοι στις αποχρώσεις του γκρίζου-μαύρου (εντυπωσιακά τα κοστούμια εποχής της Ιωάννας Τσάμη) αντικατοπτρίζουν την ψυχική τους αγκύλωση, αθετώντας την πεποίθηση του Ο΄Νηλ για πράσινες αποχρώσεις που συμβολίζουν τη φύση, ενώ οι ψείρες δίνουν μια ιδιαίτερη χροιά στις φωνές τους δημιουργώντας ένα τοπίο εφιαλτικό.

Τέλος ο σκηνοθέτης επεμβαίνει ευφυώς στο κείμενο μετατρέποντας τους χωρικούς που σχολιάζουν τα τεκταινόμενα στο σπίτι των Μάνον σε μία τετραμελή ομάδα «θεατών» (εύστοχοι οι: Γ. Κοτανίδης, Μ. Λυμπεροπούλου, Θ. Μπαζάκα, Χ. Τσιτσάκης) η οποία, σαν σύγχρονος χορός τραγωδίας με κορυφαίο την επιστάτη του κτήματος (Χρήστος Στέργιογλου), ξεπηδά από την πλατεία για να «επέμβει» στα δρώμενα μέσα από κωμικά-ιντερμέδια, αυτοσχεδιάζοντας, χαριτολογώντας και προσδίδοντας - απροσδόκητα - μια ανάλαφρη νότα στο σκοτεινό σύμπαν του έργου.

Ισως η επαναληπτικότητά τους να γίνεται αναμενόμενη και το χιούμορ σταδιακά να ατονεί, αλλά το αλληγορικό φινάλε επιφυλάσσει μια ενδιαφέρουσα πρόταση, καθώς εγκαθίστανται στη σκηνή, με τη μορφή τους να αποσυντίθεται, καταλύοντας για άλλη μια φορά τα όρια ανάμεσα στον κόσμο του θεάτρου και της πραγματικής ζωής.

Η παράσταση ευτύχησε στις ερμηνείες του θιάσου. Η Λαβίνια-Ηλέκτρα της Μαρίας Πρωτόπαππα διέθετε σε βάθος όλη τη βαρβαρότητα της απόρριψης, τη νεκρική, αποστασιοποιημένη έκφραση μιας μαινάδας που δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν εκδικηθεί.

Μίσος φωλιάζει και στην καρδιά της καταπιεσμένης Κριστίν-Κλυταιμνήστρας για τον αυταρχικό σύζυγό της Εζρα Μάνον-Αγαμέμνονα (επιβλητικός ο Ακύλλας Καραζήσης), που ωστόσο συμβαδίζει με διάχυτο ερωτισμό τόσο για τον γιο της (πειστικός ως διαταραγμένος Οριν-Ορέστης ο Χρήστος Λούλης), όσο και για τον εραστή της Ανταμ Μπραντ-Αίγισθο (στέρεος ο Γιώργος Γάλλος).

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη εμποτίζει με θηλυκή αύρα τη σκληρότητα της ηρωίδας και σκιαγραφεί έντεχνα τους ψυχικούς κλυδωνισμούς της.

Η Γιούλικα Σκαφιδά και ο Αργύρης Πανταζάρας συμπληρώνουν γόνιμα την επιτυχημένη διανομή.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ[email protected]