Το True Detective επέστρεψε πιο σκοτεινό από ποτέ
Η σειρά-φαινόμενο επιστρέφει με νέο καστ και νέα τοποθεσία για να μας κρατήσει συντροφιά το καλοκαίρι και εμείς αφού είδαμε το πρώτο επεισόδιο παίρνουμε θέση.
Η πρώτη σεζόν του True Detective προκάλεσε φρενίτιδα στο διαδίκτυο, κάτι που είναι σίγουρα αξιοσημείωτο για μια αυτοτελή σεζόν που ξεχώρισε για τις αρετές της στη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες και όχι την ανατρεπτικότητα στο σενάριο. Ασφαλώς και η παρουσία του «κινηματογραφικού» Μάθιου Μακόναχι σε έναν προβοκατόρικο ρόλο ήταν το στοιχείο που έκανε τη διαφορά, η μαζική επιτυχία ωστόσο μιας σειράς που σε μορφή ταινίας θα παιζόταν απλά σε κάποια φεστιβάλ είναι κάτι αντικειμενικά ένα όμορφο τηλεοπτικό σημείο των καιρών μας. Το παιχνίδι στα social media για το ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές της νέας σεζόν έμοιαζε να μην έχει τελειωμό, να όμως που φτάσαμε επιτέλους σε αυτήν. Ο νέος κύκλος επεισοδίων έκανε πρεμιέρα στο HBO και σχολιάζουμε όσα είδαμε στην πρεμιέρα.
Αφήνουμε λοιπόν τον αμερικανικό Νότο για τη φανταστική πόλη του Βίντσι στο Λος Άντζελες και ξεχνάμε το δίδυμο πρωταγωνιστών αφού τρεις (ή και τέσσερις) χαρακτήρες διεκδικούν ισάξιο μερίδιο χρόνου και ευθύνης στην ιστορία μας. Αν βέβαια πρέπει να το πάμε ακόμη πιο πέρα και να ορίσουμε ένα θεματικό άξονα που να λειτουργεί πρωταγωνιστικά, τότε αυτός είναι η διαφθορά η οποία προσωποποιείται σε τρεις αστυνομικούς.
Κάπως πιο πρωταγωνιστική φιγούρα από αυτούς είναι ο Ρέιμοντ Βελκόρο του Κόλιν Φάρελ, ένας χαρακτήρας που λειτουργεί παράλληλα με τον Ραστ Κόουλ του Μακόναχι σε πολλά επίπεδα. Παγιδευμένος σε ένα τραυματικό παρελθόν που έφερε τη σύζυγό του να γεννά το παιδί του βιαστή της, αναζήτησε εκδίκηση μέσα από τον μαφιόζο Φρανκ Σέμιον (τον υποδύεται ο Βινς Βον).
Σήμερα, έχοντας πάρει την εκδίκηση που ζητούσε, ζει μόνος και άδειος, βρισκόμενος υπό την επίβλεψη του Σέμιον, ο οποίος έχει αναρριχηθεί και πλέον κινείται σε νόμιμες επενδύσεις μεν, χρησιμοποιώντας τα παλιά μέσα δε. Ο Ρέιμοντ εκτελεί τις βρώμικες αποστολές του Φρανκ αλλά την ίδια στιγμή έχει υπό την επιτήρησή του το γιο (προϊόν του βιασμού) της πρώην γυναίκας του και δεν το έχει σε τίποτα να κάνει «επισκέψεις» στο σπίτι των παιδιών που του κάνουν bullying.
Ας γνωρίσουμε όμως το δεύτερο αστυνομικό της υπόθεσης, την Αντιγόνη Μπεζερίδη (ναι, έχει ελληνικές ρίζες) της Ρέιτσελ ΜακΆνταμς. Προσπαθεί να καταπολεμήσει την πορνεία, για να ανακαλύψει ότι η αδερφή της (Αθηνά!) εργάζεται ως camgirl. Ο πατέρας της είναι επικεφαλής ενός κοινοβίου που κηρύττει προφητείες για το τέλος του κόσμου και δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την τύχη των παιδιών του. Τέλος πάντων καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε για μια ιδιαίτερη οικογένεια. Η Αντιγόνη έχει και κάποια θέματα τζόγου, ωστόσο αυτή τη στιγμή μοιάζει ο πιο φυσιολογικός χαρακτήρας.
Ο τελευταίος πρωταγωνιστής είναι και ο πιο μυστήριος όλης της ιστορίας. Ο λόγος για τον αστυνόμο Πολ Γούντραφ του έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενου Τέιλορ Κιτς. Ο Πολ είναι πρώην στρατιωτικός και έχει ακόμη πάνω του τα σημάδια από τον πόλεμο, τόσο στο σώμα του όσο και κυρίως ψυχολογικά. Έχει αναπτύξει μια απάθεια προς το θάνατο σε σημείο να φλερτάρει και ο ίδιος με αυτόν και αντιμετωπίζει στυτικές δυσλειτουργίες. Μοιάζει απρόβλεπτος και δεν ξέρουμε τι βρίσκεται στο μυαλό του.
Όλοι αυτοί συναντιούνται πάνω από μια δολοφονία ενός συνεργάτη του Φρανκ Σέμιον που δούλευε μαζί του σε μια καινούρια του επένδυση σε ένα σιδηρόδρομο. Φυσικά ο δημιουργός της σειράς Νικ Πιζολάτο επιστρέφει και ο Κάρι Φουκουνάγκα αφήνει τη σκηνοθεσία στον Τζάστιν Λιν (έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία των δύο πρώτων επεισοδίων), γνωστό από το franchise του «Fast and Furious».
Ένας κράχτης επιπέδου Μακόναχι μπορεί να μην υπάρχει, αλλά το καστ είναι εξαιρετικό από κάθε άποψη. Καταρχάς ο Φάρελ είναι γεννημένος για να ερμηνεύει τέτοιους σκληρούς ρόλους εσωτερικής σύγκρουσης και σε βάζει από την αρχή στο κλίμα, η ΜακΆνταμς είναι μεν λαμπερή αλλά δεν έχει υστερήσει ποτέ όταν έχει χρειαστεί να επιδείξει τις υποκριτικές της ικανότητες, ο Κιτς έχει αναλάβει ένα χαρακτήρα που μπορεί να τραβήξει και στον αυτόματο πιλότο αρκεί αυτός να είναι εκεί (αν και πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι τουλάχιστον το προσπαθεί) και ο Βινς Βον έχει αδικήσει τον εαυτό του με τις επιφανειακές κωμωδίες στις οποίες αναλώθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Εδώ σε σημεία είναι επιβλητικός και επιτυγχάνει ίσως την πιο «original» ερμηνεία της σειράς, υπό την έννοια ότι δεν ακολουθεί μια μανιέρα από άλλους ρόλους του και βρίσκεται έξω από τα νερά του. Είναι η ήρεμη δύναμη, ας πούμε ο Γούντι Χάρελσον αυτής της σεζόν.
Η αλήθεια είναι πως το πρώτο επεισόδιο και γενικότερα η κατεύθυνση της νέας σεζόν δεν άρεσε ιδιαίτερα στο κοινό που ήθελε κάτι διαφορετικό, το οποίο ίσως θα κρατά μεγαλύτερους δεσμούς με την πρώτη σεζόν. Αν εξαιρέσεις το σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης που απασχολεί τον Πιζολάτο και το δωμάτιο ανακρίσεων που συναντάμε τον Φάρελ, θα μπορούσε θεωρητικά να είναι οποιαδήποτε άλλη σειρά. Μέχρι και οι τίτλοι αρχής είναι αλλαγμένοι. Έχουν απαλλαγεί από τη λυρική διάθεση και έχουν εμποτιστεί με το επίμονο σκοτάδι της φωνής του Λέοναρντ Κοέν. Ωστόσο υπάρχει ένας κοινός συνδετικός κρίκος που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε: η αξιοποίηση της τοποθεσίας.
Με τον ίδιο τρόπο που την πρώτη σεζόν ο Νότος απέκτησε μεταφυσικές ιδιότητες στο φακό του Φουκουνάγκα, έτσι και τώρα το Λος Άντζελες βράζει στο ζόφο του λες και βρίσκεται στο χείλος του τέλους του κόσμου μέσα από το φακό του Τζάστιν Λιν. Η πιο προσωπική στιγμή του Λιν έως τώρα είναι το «Μαχητές των δρόμων: Tokyo Drift», όσο όμως και να προσπαθείς να αναδείξεις τη νουάρ πλευρά του Τόκυο, παραμένει πολύ φωτεινό για να πετύχεις ακριβώς αυτό που θες. Στο Λος Άντζελες τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού εκτός από τη λάμψη και τις παραλίες υπάρχει μια ολόκληρη πόλη γεμάτη άδειους απλωτούς δρόμους και εργοστάσια που τη νύχτα μοιάζουν με κολαστήρια. Ο Μάικλ Μαν έχει αποτυπώσει υποδειγματικά αυτό το κλίμα στο «Collateral» και ο Ντέιβιντ Λιντς με αινιγματικό τρόπο στην αριστουργηματική «Οδό Μαλχόλαντ». Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κινείται ο Τζάστιν Λιν και η δεύτερη σεζόν του True Detective και ανάθεμα αν διαμαρτυρηθούμε για μια τέτοια προσέγγιση.
Το μυστήριο λοιπόν στήθηκε και μένει να δούμε πώς θα ξεδιπλωθεί. Ακόμη και να μην καταφέρει να μας κρατήσει το ενδιαφέρον πάντως, διαθέτει τους χαρακτήρες, το καστ και την ατμόσφαιρα για να μείνουμε ως το τέλος. Η πολυαναμενόμενη #TrueDetectiveSeason2 δεν κάνει άνοιγμα σε ακόμη μεγαλύτερο κοινό αλλά είναι ένα αυθεντικό νέο-νουάρ που δε διαχωρίζει τις έννοιες του καλού και του κακού και κοιτάζει κατάματα την κόλαση.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]