Διαμαντής Καραναστάσης και Κατερίνα Μισιχρόνη: αντιμέτωποι με το φόβο
Οι ηθοποιοί Διαμαντής Καραναστάσης και Κατερίνα Μισιχρόνη μιλούν για την παράσταση «Φόβος».
Φωτογραφίες: clickatlife.gr
Από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καλαμάτας ήρθε και παρουσιάζεται στην Αθήνα μια παράσταση που έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θεατρικές προτάσεις της σεζόν. Αφού λοιπόν ξεκίνησε την εορταστική περίοδο από την Καλαμάτα, συνέχισε στο θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης και έπειτα έκανε μια στάση στην Καβάλα, ο «Φόβος» της Έλενας Πέγκα είναι τώρα διαθέσιμος για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων και στο αθηναϊκό κοινό.
Πρόκειται για μια διασκευή της νουβέλας του σημαντικού αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, «Φόβος», ένα ψυχαναλυτικό κείμενο που εξετάζει με χειρουργική ακρίβεια μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει το συναίσθημα του φόβου. Μέσα από την ιστορία μιας άπιστης συζύγου που αντιμετωπίζει το φόβο της απώλειας της οικογενειακής θαλπωρής, ο Τσβάιχ θέτει το ερώτημα αν η έννοια της τιμωρίας είναι πιο επιθυμητή από τη διαρκή αγωνία που φέρνει ο φόβος και κατά πόσο αυτή η διαδικασία μας επηρεάζει στο να είμαστε τελικά ο εαυτός μας.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε δύο ηθοποιούς της νεότερης γενιάς που έχουν χαράξει ήδη μια αξιοπρόσεκτη πορεία στο χώρο, τον Διαμαντή Καραναστάση και την Κατερίνα Μισιχρόνη. Και καθώς η παράσταση βρισκόταν εξαρχής στο ραντάρ μας, ο ερχομός της στην Αθήνα αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια κουβέντα μαζί τους. Τους βρήκαμε λίγο πριν την πρεμιέρα στο θέατρο Βασιλάκου και αφού μας απάντησαν σε όλες μας τις ερωτήσεις, διαπιστώσαμε πόσο έχουν δουλέψει για αυτό το ανέβασμα και πως η καλή χημεία επί σκηνής ξεκινάει πάντα από τα καμαρίνια. Αυτό μπορούμε να σας το διαβεβαιώσουμε εμείς αλλά και να το ανακαλύψετε μόνοι σας παρακάτω.
Η παράσταση έρχεται στην Αθήνα μετά από μια περιοδεία σε Καλαμάτα, Καβάλα και Θεσσαλονίκη. Πώς ήταν όλη αυτή η μικρή περιπέτεια για εσάς;
Κατερίνα Μισιχρόνη: Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία, ιδιαίτερα με το κοινό της Θεσσαλονίκης από το οποίο βρήκαμε πάρα πολύ θερμή ανταπόκριση. Ήμαστε και sold out κάποιες μέρες και βάλαμε έξτρα παράσταση. Η διαδικασία σαν διαδικασία είχε πολύ ενδιαφέρον γιατί το κάθε κοινό ήταν ξεχωριστό και πήραμε ένα διαφορετικό feedback. Σε γενικές γραμμές πήγε πάρα πολύ καλά η παράσταση και νομίζω ότι το πρόσημο είναι θετικό.
Διαμαντής Καραναστάσης: Ξεκινήσαμε από Καλαμάτα όπου πήγε αρκετά καλά η παράσταση σε σχέση με αυτά που μας έλεγαν εκεί για το θέατρο της πόλης, ότι έχει δηλαδή κάπως ξεπέσει και υπήρχαν δυσοίωνες προβλέψεις. Μετά ανεβήκαμε Θεσσαλονίκη όπου ήταν όλες οι παραστάσεις ξεπουλημένες και μετά στην Καβάλα όπου πήγε κι εκεί πολύ αρκετά καλά. Το κοινό της Θεσσαλονίκης πάντως αγκάλιασε όντως πολύ ζεστά την παράσταση και το ένιωθες κάθε βράδυ πέρα από το γεμάτο θέατρο.
ΚΜ: Θα έλεγα ότι από άποψη κόσμου εγώ ένιωσα ότι υπάρχει κοινό το οποίο αγαπά το θέατρο ή τουλάχιστον θέλει να γνωρίσει περισσότερο το ελληνικό θέατρο και διψάει για αυτό. Σε ό,τι αφορά όμως τις δομές, εκεί υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Το κοινό περιμένει πώς και πώς να δει μια παράσταση αλλά οι δομές νομίζω ότι κάπου υπολείπονται.
ΔΚ: Πάντως συγκεκριμένα για την παράστασή μας δε μιλάμε για την παραγωγή η οποία ήταν άψογη. Αλλά όσον αφορά για παράδειγμα τη θέρμανση ή άλλες δυσκολίες των ξεπεσμένων ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ επειδή δεν έχουν καθόλου χρήματα και δεν ενισχύονται από πουθενά, εκεί έγκειται το μεγάλο πρόβλημα. Απλώς σε σχέση με την Καλαμάτα, μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον «Φόβο» του Στέφαν Τσβάιχ που παίχτηκε πριν τις Γιορτές. Είναι λίγο «τζιζ» και σαν θέμα και ότι παίχτηκε αυτή την εποχή. Έκανα πλάκα και στα παιδιά στην Καλαμάτα και έλεγα ότι αυτή τη στιγμή αν περπατάς Χριστούγεννα ανήμερα στο Λονδίνο και βλέπεις μεγάλη αφίσα Λεονάρντο Ντι Κάπριο, μπαίνεις; Όχι ρε φίλε (γέλια)! Παρόλα αυτά πήγε καλά και μετά εξαιρετικά στη Θεσσαλονίκη όπου όλα ήταν άψογα οργανωμένα και το Αυλαία είναι ένα πάρα πολύ ωραίο θέατρο. Και το ίδιο και στην Καβάλα με τα παιδιά εκεί να κάνουν πολύ καλή δουλειά.
ΚΜ: Γενικά νομίζω ότι το ανθρώπινο δυναμικό είναι εκεί και η διάθεση είναι εκεί, απλά το πρακτικό κομμάτι μερικές φορές χωλαίνει.
Το ερώτημα που θέτει η παράσταση είναι κατά πόσον ουσιαστικά έχουμε την ελευθερία να είμαστε ο εαυτός μας, φοβούμενοι την κατακραυγή αν κάνουμε κάτι διαφορετικό. Για εσάς, κατά πόσο πιστεύετε ότι κάποιος στη σημερινή κοινωνία στην Ελλάδα έχει το περιθώριο να είναι πραγματικά ο εαυτός του όντας ελεύθερος και χωρίς να υπολογίζει οποιαδήποτε μορφή «τιμωρίας»;
ΚΜ: Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να νοηθούν ξεχωριστά από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν. Δηλαδή ως ένα βαθμό τους καθορίζει και τους επηρεάζει. Για μένα κιόλας ευφυΐα είναι και η ικανότητα προσαρμογής. Οπότε νομίζω ότι υπάρχει πάντα περιθώριο να είμαστε ο εαυτός μας, αν και αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Τι σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου; Για να το πω σύντομα και περιεκτικά, για μένα είναι να σε αισθάνεσαι και να σε συναισθάνεσαι όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό νομίζω ότι μπορούμε να το έχουμε ή να το βρίσκουμε αρκετές φορές μέσα στην ημέρα και την καθημερινότητα. Σε πιο μεγάλο σχήμα, όσον αφορά τις επαγγελματικές και τις προσωπικές επιλογές μας, νομίζω ότι θέλει προσπάθεια. Αλλά αυτή η προσπάθεια αξίζει. Είμαστε μεν ένα κοινωνικό κατασκεύασμα αλλά αυτό είναι και θέμα επιλογής, οπότε το ζήτημα είναι τι κατασκεύασμα θα επιλέξουμε.
ΔΚ: Το έργο γράφτηκε 100 χρόνια πριν και είναι πάντα επίκαιρο ως ζήτημα. Βέβαια εντάξει, αυτό το θέμα κατά πόσον μπορείς να είσαι ο εαυτός σου δε νομίζω ότι έχει χρονική περίοδο και είναι καθαρά προσωπική υπόθεση του καθενός. Όπως το ορίζω εγώ σε μένα, σε όποιο βαθμό μπορώ να είμαι ο εαυτός μου και να κάνω ό,τι καραγκιοζιλίκι θέλω χωρίς να έχω καμία ενοχή απέναντι σε αυτό και να έχω την ελευθερία να απολαμβάνω τα πράγματα χωρίς να γίνομαι βάρος στους άλλους, προϋποθέτει μια μεγάλη εμπειρία και μεγάλη δουλειά με τον εαυτό σου. Και εμπειρία καθημερινή και συνεχή δοκιμασία πάνω στη ζωή. Και εμάς μας βοηθάει ότι είμαστε σε μια δουλειά στην οποία υπάρχει η δυνατότητα να το τεστάρεις καθημερινά και αυτό είναι πολύ μεγάλη τύχη για εμάς.
ΚΜ: Έχω την αίσθηση ότι φαινομενικά κάποια πράγματα έχουν χαλαρώσει αλλά κάποια πράγματα παραμένουν οπισθοδρομικά. Δεν ξέρω αν θα ήταν το ίδιο δραματικό ή το ίδιο κατακριτέο, αλλά έχω την αίσθηση ότι αντίστοιχα πράγματα που μπορεί να τα θεωρούμε πολύ απλά, πάλι συναντάμε σε αυτά μεγάλη σκληρότητα. Θεωρώ ότι είμαστε μια σκληρή κοινωνία Νομίζω ότι έχουν αλλάξει μόνο τα δεδομένα και οι συνθήκες με την κοινωνία του Τσβάιχ και είμαστε μια σκληρή και επικριτική κοινωνία. Ιδιαίτερα η ελληνική.
ΔΚ: Είναι πολύ ωραίο το ερώτημα. Στο δικό μου μυαλό η κοινωνία διανύει περιόδους με διάφορες εναλλαγές. Για μένα η περίοδος που διανύουμε τώρα, μετά από μια περίοδο η οποία ήταν αρκετά ελεύθερη και που προηγήθηκε πριν από αυτή μια περίοδος πριν τον Μάη του ’67 που ήταν η απόλυτη συντηρητική κοινωνία, είναι μια επιστροφή στο συντηρητισμό με ό,τι υποτιθέμενη ελευθερία μπορεί να έχει αυτό. Και κουβαλάει πολλά στοιχεία φόβου είτε κοινωνικά είτε πολιτικά και οικονομικά. Είμαστε μια φοβισμένη κοινωνία.
Πώς δέσατε με το όραμα της Έλενας Πέγκα και πόσο σημαντική είναι η αισθητική σε αυτό που κάνετε, με δεδομένο ότι η παράσταση δείχνει εικαστικά άρτια;
ΚΜ: Για μένα η αισθητική στο θέατρο και όχι μόνο σε αυτό είναι σημαντική όταν εξυπηρετεί τη δράση. Δηλαδή η αισθητική για λόγους αισθητικής δε με αφορά όταν δεν εξυπηρετεί τη δράση. Όταν όμως αυτά τα δύο εναρμονίζονται και συνεργάζονται, με ικανοποιεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό. Με την Έλενα ταιριάξαμε μια χαρά γιατί δίνει χώρο στους συνεργάτες της για προτάσεις, σκέψεις και ιδέες και όλο το πράγμα κύλησε ομαλά.
ΔΚ: Μια χαρά ταιριάξαμε, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η όλη διαδικασία και το αισθητικό κομμάτι είχε έναν έλεγχο και από εμάς το οποίο είναι ευφυΐα της σκηνοθέτιδας. Δηλαδή το φτιάξαμε όλοι μαζί οπότε βοηθά το ότι είναι κάτι που μας εκφράζει και αισθανόμαστε όλοι οικεία μέσα σε αυτό. Είναι πολύ σημαντικό το κομμάτι της αισθητικής και αυτή η συνεργασία μας έδωσε την ελευθερία να μπορέσουμε να το γονιμοποιήσουμε παρέα (γέλια).
ΚΜ: Ένα σημαντικό συν σε αυτή την παράσταση για μένα είναι ότι ένα κείμενο σχετικά παλιό και λίγο αναχρονιστικό έχει μεταφερθεί με μια σύγχρονη ματιά και αισθητική, οπότε γίνεται με έναν τρόπο διαχρονικό. Οπότε ένα κείμενο που γράφτηκε το 1914 έρχεται στο σήμερα και αισθανόμαστε ότι μας αφορά. Αυτό είναι σίγουρα ένα πράγμα για μένα που μπορεί να περιμένει ο κόσμος και νομίζω μια βατή ιστορία που μπορεί να αγγίξει τους περισσότερους ανθρώπους. Είναι ένα ανθρώπινο έργο.
ΔΚ: Θα δει ο καθένας την παράσταση και το πώς θα την εκλάβει είναι προσωπική του υπόθεση. Μακάρι να του αρέσει, τι να κάνουμε, έτσι είναι το θέατρο. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τη δουλειά μου και μετά ας την κρίνουν άλλοι. Σε σχέση με το έργο αυτό καθαυτό, αναλύει με ψυχαναλυτική διάθεση το παιχνίδι του φόβου. Και δεν είναι κάτι τρομακτικό, αλλά επειδή ο Τσβάιχ ήταν και κοντά στον Φρόιντ με τις επιστολές που αντάλλασσαν, είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η ανάλυση των σταδίων του φόβου της ηρωίδας. Είναι πολύ καλά δουλεμένο το κείμενο του έργου και από εκεί και πέρα ήταν ένα πολύ καλό χαρτί στα χέρια μας για να κάνουμε την παράσταση την οποία θα την κρίνει ο κόσμος αν του αρέσει ή όχι.
Ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα αυτό το έργο και γενικά και οι δύο σας έχετε συμμετάσχει σε αρκετές παραστάσεις που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη χώρα μας. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να συμμετέχετε σε μια καινούρια πρόταση;
ΚΜ: Για μένα προσωπικά δεν είναι τόσο σημαντικό και δεν είναι στη λίστα των προτεραιοτήτων μου, υπό την έννοια ότι αν δε με συνεπάρει και γοητεύσει το κείμενο και οι συνεργάτες, δε με ενδιαφέρει. Το βλέπω ως κάτι έξτρα και πρωταρχικά πράγματα για μένα είναι άλλα.
ΔΚ: Καλά, σίγουρα είναι αυτά, αλλά εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ και με ιντριγκάρει να είναι κάτι που παίζεται για πρώτη φορά. Έτσι λειτουργώ εγώ, μου αρέσει αυτό το πράγμα και έχω πάει ταξιδάκι στο Λονδίνο να δω έργα μπας και φέρουμε κάτι ολοκαίνουριο εδώ. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του θεάτρου, να παρουσιάζει πράγματα. Και πέρα από τη συνολική πρόταση και πώς παρουσιάζεις κάτι, αν έχεις και ένα καινούριο εργάκι, ακόμη καλύτερα.
Και για το τέλος κράτησα μια κλισέ ερώτηση. Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
ΚΜ: Εγώ το έχω πει πολλές φορές και θα πω πάλι το ίδιο αλλά δεν έχω άλλο. Εμένα ο φόβος μου είναι να φοβάμαι. Ο,τιδήποτε μου δημιουργεί το αίσθημα του φόβου, με ταράσσει και με βγάζει από την ασφάλειά μου ή από αυτό που νιώθω σαν εγγύτητα, με αποσυντονίζει. Αυτό το φοβάμαι όταν το βλέπω να έρχεται. Τώρα πιο συγκεκριμένα μπορώ να πω ότι είναι η απώλεια των αγαπημένων μου ανθρώπων και ζητήματα υγείας.
ΔΚ: Μπορώ να δηλώσω ότι δε φοβάμαι τίποτα; Στιγμή προς στιγμή όλα στην ώρα τους.
Μετάφραση - διασκευή - σκηνοθεσία: Έλενα Πέγκα (στη μετάφραση, συνεργάστηκε με την Μαριλένα Καβάζη, στη διασκευή, με την Ορσία Σοφρά). Σκηνικά - κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης. Μουσική: Ορέστης Τάνης. Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου. Επιμέλεια κίνησης: Ίρις Νικολάου. βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη. Κιθάρες: Αλέξανδρος Καραδήμος. Μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος. Παίζουν: Διαμαντής Καραναστάσης, Κατερίνα Μισιχρόνη, Κατερίνα Μαούτσου, Παναγιώτης Σούλης.
Πληροφορίες: Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου: Προφήτη Δανιήλ 3 - 5 και Πλαταιών, Κεραμεικός. Τηλ.: 211 0132002 - 5, 212 1042777. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: 22 έως 31 Ιανουαρίου: Παρασκευή και Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 20.00. Διάρκεια παράστασης: 75 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: 15 και 12 ευρώ.
Γιάννης Μόσχος