«Τα μάτια»: Ένα μελόδραμα γέλιου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

ta-matia
ΤΡΙΤΗ, 05 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019

Λιτή σκηνοθεσία και ένα εξαιρετικό κείμενο με υπαρξιακούς προβληματισμούς που αποθεώνεται ερμηνευτικά πάνω στη σκηνή.

Ο έρωτας, το πάθος και τα πάθη, η ζωή, η ύπαρξη, μια μικρή διατριβή στην έννοια της «πατρίδας» και μια μεγάλη πάνω στις ανθρώπινες ήττες είναι μερικά από  τα ζητήματα που πραγματεύονται «Τα μάτια», το ιδιαίτερο μελόδραμα του Πάμπλο Μεσίες (Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ) που σκηνοθετεί ο Παντελής Δεντάκης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Ο Δεντάκης παίρνει στα χέρια του ένα κείμενο σπάνιας ομορφιάς. Σύγχρονο, δυνατό, ζωντανό, μελαγχολικό, ποιητικό, χιουμοριστικό όταν πρέπει, ικανό πότε να σε προβληματίσει και πότε να σε «κατασπαράξει». Έχοντας έτσι το πλεονέκτημα του θεατρικού κειμένου αποφασίζει να το προσεγγίσει εξαιρετικά απλά, γεμίζοντας τη σκηνή κυρίως με τις ερμηνείες των ηθοποιών. Και αυτοί του το ανταποδίδουν γενναιόδωρα. 

«Θα μας σκοτώσει για να δει τα χρώματα»

Γραμμένο το 2011 από τον Πάμπλο Μεσίες το έργο «Τα μάτια» εστιάζει στη ζωή της Νατάλια (Ελένη Ουζουνίδου), μιας Αργεντίνας η οποία έφτασε ως την Ισπανία κυνηγώντας ένα άνδρα που την παράτησε στην πορεία, και της κόρης της Νέλα (Μαρία Μοσχούρη), μια νεαρή κοπέλα κοντούλα και μακριά από τα συνηθισμένα πρότυπα ομορφιάς. Η Νέλα είναι ερωτευμένη με τον Πάμπλο (Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος), ένα όμορφο τυφλό νεαρό στον οποίο εμφανίζεται ξαφνικά η τρελοκαμπέρο οφθαλμίατρος Σεζάρια (Άννα Καλαϊτζίδου) διαβεβαιώνοντάς τον πως μπορεί να τον θεραπεύει. Η Νέλα όμως σπαράζει μπροστά σε αυτή την προοπτική θεωρώντας πως το ενδεχόμενο να δει ο αγαπημένος της ισοδυναμεί με το τέλος της αγάπης τους.

_dm_

Ο συγγραφέας αξιοποιώντας τη φόρμα του μελοδράματος το οποίο συνδυάζει με το χιούμορ που αγγίζει τη φάρσα και τις μουσικές και λογοτεχνικές αναφορές δημιουργεί μια ιστορία απλή με ήρωες συχνά υπερβολικούς αλλά διαρκώς  σε κίνηση-κυριολεκτικά αλλά κυρίως μεταφορικά- και μόνιμα οικείους όταν τους κατατρέχουν οι φόβοι τους, η αβεβαιότητα, η αδυναμία, η ζωή.

«Σου μιλάω από τη βαθιά ανάγκη να καταλάβω τι είναι όλη αυτή η τρέλα»

Ο Δεντάκης από την άλλη μεταφέρει αυτή την ιστορία σε μια σχεδόν άδεια σκηνή (Σκηνικά - Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα) η οποία αποτελείται από τρία πράγματα. 1.Τους φωτισμούς (Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης) με τις έντονες εναλλαγές και το παιχνίδι με το σκοτάδι- οι φωτισμοί (μαζί με την ταιριαστή μουσική του Σταύρου Γασπαράτου) προωθούν με κινηματογραφικό τρόπο την εναλλαγή των σκηνών ενώ κατά τα πρώτα λεπτά υποδύονται παρέα με τον Χρυσανθόπουλο. 2. Ένα άγαλμα της Παναγίας με λουλουδερά αξεσουάρ και 3. χώμα σε ένα μεγάλο μέρος της σκηνής- ακολουθώντας μάλλον την προσέγγιση του συγγραφέα ο οποίος έχει χαρακτηρίσει το έργο του ως ένα «γήινο μελόδραμα» και όταν ο ίδιος σκηνοθέτησε τα «Μάτια» σε όλη τη σκηνή είχε τοποθετηθεί χώμα.

Η διαμόρφωση αυτή της σκηνής μπορεί να εξυπηρετεί «εξ ορισμού» στο εικαστικό κομμάτι και τη συμβολική διάσταση της  παράστασης, ωστόσο, συχνά μοιάζει ημιτελής ή απλά ξενίζει το κοινό- δεδομένου ότι από τη μία το χώμα δεν καλύπτει ολόκληρη τη σκηνή και από την άλλη απουσιάζουν σχεδόν όλα τα αναμενόμενα σκηνικά αντικείμενα.

Ωστόσο, όπως έχει προαναφερθεί, η παράσταση διαθέτει ένα εξαιρετικό κείμενο και αυτό που χρειάζεται κυρίως ο Δεντάκης για να ζωντανέψει το λόγο του Μεσίες είναι πειστικές ερμηνείες, πράγμα που διαθέτει.

Και οι τέσσερις ερμηνεύουν σοβαρά, πειστικά, συντονισμένα- από τις πιο όμορφες στιγμές της παράστασης είναι η συντονισμένη κίνηση του Χρυσανθόπουλου και της Μοσχούρη όταν ο ένας βγάζει τις γάζες για να τις φορέσει η άλλη (Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου). Όλοι τους υπάρχουν σε ένα περιβάλλον μελοδραματικό, μα οι ίδιοι δεν είναι μελό. Κάνουν υπερβολικά πράγματα, μα δεν είναι ακραίοι ερμηνευτικά. Δεν σε ξενίζουν ούτε οι ίδιοι ούτε η ιστορία τους.

Με βάση το κείμενο όμως η Νατάλια αποτελεί την  προσωπικότητα με το πιο πληθωρικό λέγειν στην ιστορία, από το στόμα της οποίας πυροδοτείται ολόκληρη η παράσταση. Και αυτός  ο τόσο κομβικής σημασίας ρόλος της Νατάλια τυγχάνει να ερμηνεύεται από μια εξαιρετική Ελένη Ουζουνίδου, άμεση, παθιασμένη και παράλληλα σπαρακτική μέσα στον κυνισμό της. Εκεί που πας να συνέλθεις από τον κορυφαίο υπαρξιακό μονόλογο για το τσιγάρο, την κορυφή του παγόβουνου και το βιβλίο του Μπαρτ, πέφτει κάτω όταν θυμάται τη μητέρα της και σε τραβάει μαζί της στη σκηνή που προσπαθεί να την παρηγορήσει η κόρη της για να σε σηκώσει ξανά στο τέλος θυμίζοντάς σου πως «όλα κινούνται αν δεν είναι πεθαμένα».

«Είναι όλα τόσο μα τόσο ασταθή, που δεν έχεις άλλη επιλογή από το να κινείσαι, ώσπου να βρεις κάποιον να σε αρπάξει ή να τον αρπάξεις και να σου κάνει συντροφιά για λίγο ή για πολύ».

Info
Θέατρο του Νέου Κόσμου, Κεντρική Σκηνή
Αντισθένους 7 & Θαρύπου
Τετάρτη 21:15
Πέμπτη 21:15
Σάββατο 21:15
Κυριακή 19:00

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]