Γιώργος Καραμίχος: "Από τους τραγικούς, αν υπήρχε δυνατότητα, ο Σοφοκλής θα έκανε κινηματογράφο"
Ο φωτογραφικός φακός του click@life και η Μαρία Πορτοκαλάκη συνάντησαν τον Γιώργο Καραμίχο σ' ένα μικρό διάλειμμα που έκανε από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις στο εξωτερικό.
φωτογραφίες: Όλγα Αμηρίδου
Συναντήσαμε τον Γιώργο Καραμίχο στο θέατρο «Μικρό Γκλόρια», αμέσως μετά τη λήξη της παράστασης «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», την οποία σκηνοθετεί και μιλήσαμε κυριολεκτικά για τα πάντα. Όπως θα διαπιστώσετε και εσείς και αν δεν το έχετε καταλάβει ήδη, ο Γιώργος Καραμίχος είναι ένας άνθρωπος με ουσία, με γλυκείς κι εκλεπτυσμένους τρόπους, αστείρευτο και συχνά σαρκαστικό χιούμορ, παιδεία και καθαρότητα στο βλέμμα.
«Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Το έχεις πει ή το έχεις αισθανθεί ποτέ;
Σε όλες μου τις σχέσεις, ρομαντικές ή φιλικές, πάντα η πρόθεση είναι αυτή. Θεωρώ πως από τη στιγμή που γνωρίζουμε έναν άνθρωπο τον αγαπάμε εφάπαξ. Και δεν συζητάμε μόνο για την οικογένεια, που εκεί έτσι κι αλλιώς ισχύει, αλλά και για ανθρώπους που συναντάμε τυχαία, ακόμα και στον εργασιακό τομέα. Η τάση μας είναι να αγαπήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για πάντα. Από κει και πέρα, πολλές φορές, επειδή δεν είμαστε έτοιμοι, ώριμοι ή δεν εμπιστευόμαστε τον χώρο και τον χρόνο, δημιουργούμε εμπόδια, έρχονται άλλα συναισθήματα στη μέση και ξαφνικά εμφανίζονται ζήλιες, μίση, ανταγωνισμοί. Η πρόθεση θέλει κι ετοιμότητα, να είσαι ανοιχτός για την καινούργια συνεύρεση.
ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ
Τι μηνύματα ήθελες να περάσεις μέσα από αυτήν την παράσταση;
Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως δεν υπάρχουν μηνύματα, αλλά αισθήσεις. Η αίσθηση λοιπόν που θέλω να περάσω είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των ανθρώπων: πρέπει κάποια στιγμή να σμίξουμε και να καταλάβουμε ότι είμαστε όλοι φτιαγμένοι από την ίδια κβαντική σούπα, όπως θα έλεγαν οι επιστήμονες, τα ίδια υλικά. Είμαστε όλοι ένα με τα πάντα γύρω μας, απλά πολλές φορές χρειάζεται ένα σοκ ή μια απώλεια για να το συνειδητοποιήσουμε. Δεν είναι τυχαίο πως στο συγκεκριμένο έργο όλα τα όμορφα ξεκινούν από μια απώλεια. Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι δεν ζούμε για πάντα οπότε καλό είναι να είμαστε παρόντες και να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή αυτό που συμβαίνει. Και πάλι δεν το μοιράζομαι αυτό σαν μήνυμα, αλλά σαν δεδομένο.
Οι πρωταγωνιστές επαναδιαπραγματεύονται φόβους και επιθυμίες. Ποιος είναι ο δικός σου μεγαλύτερος φόβος και επιθυμία;
Ο άνθρωπος. Από μικρός μου είχε πει ο πατέρας μου "ένα ζούζουλο στη ζωή να φοβάσαι μόνο, τον άνθρωπο". Με όλα τα άλλα ζώα ή τα φυσικά φαινόμενα μπορείς να βγάλεις άκρη. Υπάρχει μια λογική. Ο άνθρωπος είναι το μόνο που δεν μπορείς να προβλέψεις, γιατί δεν υπάρχει λογική συνέπεια, αιτία κι αποτέλεσμα. Είναι τόσο πυκνή η εξέλιξη, η εσωτερική ανάπτυξη των συναισθημάτων και σκέψεων στον καθένα και δυστυχώς έχουμε χάσει μεγάλο κομμάτι από το 3ο μας σώμα, εφόσον ο άνθρωπος έχει το νοητικό, το συναισθηματικό και το φυσικό.
Δυστυχώς το φυσικό το έχουμε καταπιέσει τόσο πολύ με τα συναισθήματα και τις σκέψεις, που πια δεν μπορούμε να ακούσουμε το ένστικτό μας, δεν το εμπιστευόμαστε. Εγώ δουλεύω πάνω σ’ αυτό εδώ και πολλά χρόνια. Μεγαλύτερη επιθυμία… Σίγουρα θέλω να δουλεύω δημιουργικά, να μπορώ να προσφέρω ασφάλεια στους ανθρώπους που αγαπώ και να συνεχίσω να είμαι ανοιχτός και να παρατηρώ τον κόσμο μέχρι να πεθάνω.
Σ' αυτό πρέπει να ρωτήσουμε τους θεατές, γιατί για τον καθένα είναι προσωπική ιστορία. Για μένα το έργο άρχισε να "πονάει" από τις πρώτες πρόβες που άρχισα να συνειδητοποιώ ότι υπάρχει απώλεια. Στο θέατρο θέλουμε να βλέπουμε τον ηθοποιό-ερμηνευτή να χάνει, αλλά και να ανοίγει πόρτες και παράθυρα που στη ζωή μας δεν τολμάμε να ανοίξουμε οι ίδιοι, ούτε καν στο ασυνείδητο και το υποσυνείδητο.
Τι προτιμάς; Υποκριτική ή σκηνοθεσία;
Χονδρικά είναι το ίδιο. Η σκηνοθεσία είναι πιο απαιτητική γιατί πρέπει να μπω στα παπούτσια όλων των ρόλων, αν και αυτό το κάνω και όταν παίζω ως ηθοποιός. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να παίζω, ειδικά για το σινεμά, για σειρές όπως αυτές οι καλές, ξένες, που γυρίζονται. Σ’ αυτή τη φάση μου αρέσει περισσότερο η υποκριτική και μετά η διδασκαλία, είτε ως σκηνοθέτης είτε ως καθηγητής.
Άρα προτιμάς περισσότερο το σινεμά από το θέατρο, τη διδασκαλία και την τηλεόραση;
Σαν ηθοποιός ναι. Καταρχάς δε θεωρώ ότι είμαι αρκετά αθλητικός πια. Εδώ και χρόνια δεν μπορώ να κάνω ολόκληρη σεζόν σ’ ένα θέατρο, το βρίσκω βίαιο, αντιδρά το σώμα μου. Στο σινεμά έχεις τη δυνατότητα να εκφράσεις τα μύχια της σκέψης, της ψυχής και του συναισθήματός σου με την ελάχιστη προβολή. Νομίζω πως κι από τους αρχαίους τραγικούς συγγραφείς, αν είχαν τη δυνατότητα του κινηματογράφου, ο Σοφοκλής, θα έκανε σινεμά.
Υπάρχει κάποια συνεργασία που σου άφησε πικρία ή δεν εξελίχθηκε όπως περίμενες;
Πολλές δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενα κι αυτό γιατί, ανέκαθεν είχα πολλές προσδοκίες. Μεγαλώνοντας, όσο αφαιρώ τις προσδοκίες και δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος που λέει και ο Καζαντζάκης. Από πιο παλιές συνεργασίες μου, ναι, είχα πικρίες και σχετικά πρόσφατα υπήρξαν και πολλές ανθρώπινες αντιδράσεις που συνεχίζουν να με εκπλήσσουν. Ακόμα κι από τον ίδιο μου τον εαυτό, η αντίδρασή μου σε κάποιες συνθήκες με εντυπωσιάζει, το πώς γίνεται να χάνει την ευελιξία του ξαφνικά ένας άνθρωπος. Υπό συνθήκες έχουμε όρια.
Αυτό έχει συμβεί περισσότερο εντός ή εκτός Ελλάδας;
Κυρίως εδώ. Από τα έργα που είχα σκηνοθετήσει στο εξωτερικό σε ένα είχα προβλήματα, με κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν μπορούσα να διαχειριστώ, προφανώς γιατί κι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα προβλήματά τους. Αλλά δεν μου έχει αφήσει πικρία πια. Έχω μπει σε μια διαδικασία πια που δεν θέλω να κατηγορώ τους άλλους γιατί δεν έχει νόημα κάτι τέτοιο, αλλά και γιατί προφανώς για να είναι κάποιος μέσα στη ζωή σου σημαίνει ότι κάτι προβάλλει σε σχέση με τον εαυτό σου. Οπότε θεωρώ πως αν κάτι πάει στραβά ή κάτι φέρει αρνητικό φορτίο και μου δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, δεν φταίει κάποιος άλλος γι αυτό. Αντίθετα είναι μια δεδομένη στιγμή στην οποία οφείλω να αντιμετωπίσω μια συνθήκη που θα μου αλλάξει τη ζωή. Δεν υπάρχει η έννοια "φταίω" στο σύμπαν, αλλά σκοτάδι και φως.
Δέχθηκες αρνητικές κριτικές για την απόφασή σου να φύγεις στο εξωτερικό;
Ναι, δέχθηκα πολλές αρνητικές κριτικές. Από την Ελλάδα ακόμα περισσότερες. Υπήρξαν κριτικές από το κοντινό περιβάλλον, άνθρωποι που έλεγαν "φεύγεις και μας εγκαταλείπεις", το οποίο πονάει, δεν είναι αμελητέο. Εκτός από τα προσωπικά, στα επαγγελματικά επίσης δέχτηκα κριτικές, όπως "αυτός είναι ψώνιο, νομίζει ότι θα κάνει καριέρα", χωρίς να ξέρουν καν για ποιους λόγους έχω φύγει μέσα μου.
Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι;
Επιθυμούσα να βρω κομμάτια του εαυτού μου, που έψαχνα και δυστυχώς δεν μπορούσα να τα βρω στα αυγά μου.
Πώς αντιμετώπισες αυτή την κριτική και τι συναισθήματα σου δημιούργησε;
Μεγάλωσα σε χωριό όπου όλοι ήθελαν να ασχολούνται με το τι κάνει ο καθένας, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν ότι κανένας δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η ζωή και, ναι, κάποιοι αποφασίζουν να δοκιμάσουν και, ναι, για κάποιον μπορεί να είναι λάθος. Εδώ όλοι θέλουν να έχουν άποψη και θέλουν ως δημόσιο πρόσωπο να λογοδοτείς συνέχεια. Υπάρχει όμως, ένα πολύ ωραίο δημοτικό ποίημα, όπου ο νεκρός Κωνσταντής λέει στην αδελφή του: «πουλάκια είναι, Αρετούσα μου, πουλάκια είναι κι ας λένε». Μόνο που για να το συνειδητοποιήσει, έπρεπε πρώτα να πεθάνει. Πληγώθηκα.
Πείσμωσες;
Όλο αυτό είναι μόνο ενεργειακή απώλεια για εμένα. Δεν πεισμώνω και δεν λέω "Θα τα καταφέρω για να αποδείξω…". Αν πω ότι κάνω το οτιδήποτε για να αποδείξω σε κάποιον κάτι, σημαίνει πως είναι λάθος το ταξίδι μου και φυσικά δεν το απολαμβάνω.
Πώς αποφάσισες λοιπόν, να κάνεις βήματα στο εξωτερικό;
Πριν από 4 χρόνια μού μίλησαν για το Fullbright και την υποτροφία. Έκανα αίτηση χωρίς να ξέρω καλά καλά τι σημαίνει και το ένα έφερε το άλλο. Πήγα Αμερική, επέλεξα τη Stella Adler που πάντα με ενδιέφερε, ξεκίνησα εκεί, μου πρότειναν απευθείας να παίξω στο θέατρο, μετά τους άρεσε αυτό που έκανα και μου ζητήθηκε να διδάξω στη σχολή με τη δική μου τεχνική, που βασίζεται στα αρχέτυπα ζώων. Έκανα το σεμινάριο, πήγε πολύ καλά κι έτσι μου προτάθηκε η θέση του τακτικού καθηγητή στη σχολή.
Μίλησέ μας για την τεχνική σου, που βασίζεται στα αρχέτυπα ζώων.
Είναι μια τεχνική που προέκυψε κατά τη διάρκεια των 14 χρόνων που διδάσκω. Ίσως έπαιξε ρόλο η καταγωγή μου. Μεγάλωσα στην ύπαιθρο, περνούσα πολλές ώρες με ζώα, είχαμε κατσίκες και κάθε δεύτερη μέρα τις άρμεγα εγώ, περνούσα 15 ώρες την ημέρα μαζί τους και ταυτόχρονα παρατηρούσα και τα γεράκια κ.ά. Δουλεύοντας ως ηθοποιός, άρχισα να συνειδητοποιώ πως με βοηθούσε πάρα πολύ όταν έφτιαχνα με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου ζώου για το ρόλο μου. Ότι π.χ. αυτός είναι σαν άγριο άλογο, λύκος ή κατσίκι, γαϊδούρι, οτιδήποτε. Όταν τηρούσα αυτή τη συνθήκη και κρατούσα κάποια στοιχεία, την οπτική γωνία του ζώου, με βοηθούσε να κρατήσω τη συνέπεια για όλο το ρόλο. Βλέποντας ότι αυτό αποδίδει και με τους ανθρώπους που σκηνοθετούσα, δημιούργησα το «K Zoo», "Καραμίχος Ζωολογικός Κήπος".
Ποια είναι η συμμετοχή σου στο ριμέικ του Μπεν Χουρ;
Το «Μπεν Χουρ» ήταν μια μαγική ιστορία για εμένα, ένα «παραμυθάκι» στο οποίο έχω μια ελάχιστη συμμετοχή σε μια μικρή σκηνή που έχει ως εξής: ο Ρωμαίος πλοίαρχος θέλει να τυραννήσει για παραδειγματισμό κάποιον και είναι ανάμεσα στον Μπεν Χουρ, που τον υποδύεται ο Jack Huston, κι εμένα. Τελικά επιλέγει εμένα. Κάναμε γυρίσματα για 2 εβδομάδες επί 12 ώρες την ημέρα. Ξυπνούσα στις 4.00 για να κάνω ασκήσεις για να αντέξει το σώμα μου, αφού έπρεπε να είμαστε ημίγυμνοι. Στις 5.00 έφτανα στην Cinecitta και αρχίζαμε το μακιγιάζ που κρατούσε 4 ώρες. Μετά άρχιζε το πολύωρο γύρισμα μέσα σε μια γαλέρα, όπου μας έβρεχαν, είχε κρύο και τραβούσαμε συνεχώς κουπί, ξυπόλητοι με αλυσίδες. Για τον ρόλο έκανα δίαιτα, έχασα αρκετά κιλά, έκανα γυμναστήριο για πρώτη φορά στη ζωή μου, για να μοιάζει το σώμα με σκλάβου 2000 χρόνια πριν. Ήταν ένα μαγικό παραμύθι όλο αυτό. Η δε Cinecitta φέρει από μόνη της ένα τεράστιο βάρος για εμένα. Το καμαρίνι και το μπουρνούζι που είχα ήταν ιερά με την έννοια ότι τα είχαν κάποτε κάποιοι σπουδαίοι ηθοποιοί. Αλλά μην περιμένετε ότι θα έχω μεγάλο ρόλο στο ριμέικ ή ότι αυτό είναι η αρχή διεθνούς καριέρας κι όλα αυτά τα χαζά που ακούω...
Εμφανίζεσαι σε μια βρετανική σειρά. Ποια είναι αυτή και πώς περιγράφεις την εμπειρία;
Η βρετανική σειρά λέγεται «The Durrells» (το επίθετο του συγγραφέα) και βασίζεται στο «The Corfu Trilogy». Μια οικογένεια κοντά στο 1930 φεύγει από την Αγγλία και πηγαίνει να ζήσει στην Κέρκυρα. Εκεί συναντούν ένα πολύ-επιστήμονα, τον Θεόδωρο Στεφανίδη, που ήταν υπαρκτό πρόσωπο και τον υποδύομαι εγώ. Γίνομαι μέντορας του Τζέρι, ενός παιδιού της οικογένειας και ενόςαπό τους πρωταγωνιστές της σειράς. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στην Κέρκυρα τον Αύγουστο, όπου μείναμε 2 μήνες κι μετά συνεχίσαμε για ένα ακόμη δίμηνο στο Λονδίνο μετά. Η συνεργασία ήταν εξαιρετική, από τις ωραιότερες που μου έχουν τύχει στη ζωή μου. Ήταν όλα αυτονόητα χωρίς να είναι εύκολα και μολονότι υπήρχαν δύσκολες συνθήκες και τα γυρίσματα ήταν απαιτητικά γυρίσματα, όλα λειτούργησαν εξαιρετικά επειδή είχαμε σύμπνοια.
Ποιες οι διαφορές - ομοιότητες της Ελλάδας με την Αμερική στην εκπαίδευση και τις επαγγελματικές συνθήκες;
Εδώ πρέπει πάντα να αποδεικνύεις ότι είσαι καλός κι ότι αξίζεις τα λεφτά σου, ενώ εκεί δεν τίθεται θέμα. Δουλεύεις, πληρώνεσαι. Τόσο απλό. Επίσης, δεν διαπραγματεύεσαι το πότε θα πληρωθείς. Είναι τρομακτικά δύσκολο να βρεις δουλειά, αλλά οι γύρω σου δεν σε υποτιμούν αν π.χ. δουλεύεις ως γκαρσόνι, ενώ θες να γίνεις ηθοποιός. Όταν κάνεις ραντεβού με παραγωγό, εκείνος δεν σε κοιτάζει σαν να πάτησες σκατά σκύλου, όπως εδώ, ούτε σαν να κάνεις το χόμπι σου. Εκεί αντιλαμβάνονται ότι εκτίθεσαι τρομακτικά με αυτή τη δουλειά. Σαν ηθοποιός εδώ, έχω χάσει αρκετή ενέργεια στο διαδικαστικό, στο να εξηγήσω τα αυτονόητα. Το ότι πρέπει να έχω μια καρέκλα να κάτσω, ότι για κάποιο ρόλο θέλω ελάχιστο χώρο και χρόνο να ακουμπήσω το στρωματάκι μου για να κάνω γιόγκα. Ο οποιοσδήποτε νομίζει ότι μπορεί να σου μιλήσει και να σου δώσει σκηνοθετική οδηγία για το ρόλο σου, να σχολιάσει, την ώρα που εσύ παλεύεις να συγκεντρωθείς. Δεν καταλαβαίνουν πως εκείνη την ώρα δεν είσαι ο εαυτός σου, αλλά βουτάς σε νερά βαθιά.
Σου λείπει η Ελλάδα;
Θυμώνω επίσης, με κάποια πράγματα που διαβάζω, όπως όλο αυτό που συνέβη γύρω από το θάνατο του Μηνά Χατζησάββα, έναν από τους ωραιότερους συνεργάτες για τον οποίο κανείς ποτέ δεν είπε κακή κουβέντα. Ναι, ο άνθρωπος ήθελε να δώσει τα λεφτά του στους πρόσφυγες. Οφείλαμε ως Έλληνες να το καταλάβουμε. Έχουμε υπάρξει κι εμείς πρόσφυγες και πολύ πρόσφατα. Δεν μπορεί να τσακώνεσαι για το βιβλίο του δημοτικού, για το αν συνωστίζονταν ή αν σφάζονταν οι άνθρωποι στη Σμύρνη και να μη δικαιώνεις την προσφυγιά, τουλάχιστον κατανοώντας την. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά έχουμε γίνει φασίστες. Είναι αστείο το 2015 να συζητάμε για το αν τα παιδιά από το Κονγκό ή τη Ζιμπάμπουε που έχουν γεννηθεί εδώ πρέπει να έχουν ελληνική υπηκοότητα. Είναι γελοίο το 2015 να μιλάμε για ομοφυλόφιλους και αν έχουν δικαίωμα να παντρευτούν. Ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι γουστάρει αρκεί να μην μειώνει τους άλλους δίπλα του.
Τι σου αρέσει και τι όχι στην Αθήνα;
Στην Αθήνα λατρεύω τη γειτονιά μου, του Ψυρρή και τη Βαρβάκειο αγορά, το γεγονός ότι ακόμα έχει την αίσθηση της γειτονιάς. Μου αρέσουν οι βόλτες με το σκύλο μου στην Ερμού, ειδικά τις Δευτέρες το βράδυ που είναι στημένη εκεί η πρόχειρη μιλόνγκα, οι βόλτες στην Ακρόπολη και το ότι βλέπεις όμορφο κόσμο και ανθρώπους που ακόμα κοιτάζουν στα μάτια. Δεν μ’ αρέσει που πολλοί έχουν θυμό και το ότι δυστυχώς δεν υπάρχει ανακύκλωση.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;
Πριν τις γιορτές φεύγω για Λος Άντζελες, αρχές Γενάρη αρχίζω και πάλι να διδάσκω στη σχολή. Έχω κάνει αρκετές ακροάσεις κι έχω προτάσεις για ταινίες και θέατρο, κι εδώ αλλά και έξω, αλλά ακόμα δεν υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο.
Έχεις κάποιο μότο ζωής και τι μας εύχεσαι για το νέο έτος;
Το μότο κάθε φορά αλλάζει. Ίσως για αυτή τη χρονιά μια φράση του Γκουρτζίεφ: «Ας ξεκινήσουμε αγαπώντας ένα ζώο κι ίσως καταφέρουμε κάποια στιγμή να αγαπήσουμε και κάποιον άνθρωπο. Για το 2016, όπως και για κάθε χρόνο, εύχομαι σε όλους αγάπη. Αγάπη προς εαυτόν και σε αυτόν!
Μαρία Πορτοκαλάκη
[email protected]