Θυμόμαστε τους λόγους που θα κάνουν το νέο Mo Better να γράψει και πάλι ιστορία

mobetter
ΤΕΤΑΡΤΗ, 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016

H Μάτα Λίτου μιλάει με την ψυχή του Mo Better, Δημήτρη Δαλιάνη, και κάνει μια νοσταλγική, αλλά ρεαλιστική ανασκόπηση από την εποχή που τα στέκια-μορφώματα έμοιαζαν φτιαγμένα από πλαστελίνη στα χέρια των θαμώνων ως σήμερα.

Αρχές προς μέσα του 2014 πέφτει αναπάντεχα και -σχεδόν- εκρηκτικά το νέο για το κλείσιμο του Mo Better στις αρχικές μας σελίδες. Οι τίτλοι, οι περιγραφές, οι αποχαιρετισμοί θα θύμιζαν περισσότερο επικήδειο. Επικήδειο σε μία γενιά που μεγάλωσε, σε έναν πολύ καλό φίλο που χάθηκε, στο τέλος μίας εποχής που θα μείνει στην ιστορία. Όπως αρμόζει στις συγκεκριμένες περιστάσεις το ίδιο το προσωπικό του μαγαζιού κούνησε μαντήλι αναρτώντας την εξής παράγραφο στη σελίδα του στο Facebook

«Το Σάββατο 10 ΜΑΙΟΥ, ο χώρος αυτός θα ανοίξει για ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φορά. Οφείλαμε στους χιλιάδες φίλους και φίλες μας και στα 24 χρονιά λειτουργίας μας να δώσουμε αρκετό χρόνο και αρκετά πάρτη για να το γιορτάσουμε. Θα τα πούμε ξανά». 

Και όπως κάθε σωστός φίλος, που σέβεται τον εαυτό του, όσα έχει μοιραστεί με τους άλλους και τη σχέση που έχει δημιουργηθεί, το είπαν και το κάνουν. Την Παρασκευή που μας έρχεται, 26 χρόνια μετά, το Mo better ανοίγει πάλι τις πόρτες του, μεταφέρεται από τα Εξάρχεια σε νέα διεύθυνση, αυτή τη φορά στην περιοχή του Ψυρρή, έτοιμο να γράψει και να μας βοηθήσει να γράψουμε και εμείς τις δικές μας μικρές ιστορίες. Η εμφάνιση του Mo better έγινε στις αρχές του '90 και με αυτό στη θέση του βασιλιά της αυθεντικής εναλλακτικής νυχτερινής διασκέδασης υπήρχαν στα πέριξ μαγαζιά παρόμοιου στυλ, όπως το Mad, ο Στάβλος στο Θησείο, ο Κούκος, το εξίσου αξιοσημείωτο Decadence, που αυτό κι αν είναι μία ιστορία από μόνο του.

Αυτή η κολλεκτίβα μαγαζιών είχε χτυπήσει κυριολεκτικά φλέβα στις καρδιές της τότε νεολαίας, που σήμερα διανύει τα πρώτα της -άντα. Τότε που δεν τους ένοιαζε πόσο κακό ήταν το ποτό που έπιναν, που τα λεφτά στην τσέπη τούς έφταναν ίσα ίσα για ένα δεύτερο, που στις τουαλέτες όλοι μπορούσαν να γίνουν φίλοι και έπιανες κουβέντα με τους πάντες για τα πάντα, που χόρευες λες και ήσουν στο σαλόνι σου και τραγουδούσες σαν να είσαι στη ντουζιέρα σου, τότε που δεν περνούσες ατελείωτες ψυχαναγκαστικές ώρες μπροστά από τον καθρέφτη ψάχνοντας τι θα φορέσεις και το μοναδικό σου ζητούμενο από ένα ξέφρενο ή και όχι Σαββατόβραδο ήταν να έχεις ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου -που σχεδόν πάντα ξεχνούσες- για τη στιγμή που θα έπαιρνες την απόφαση να αποχωρίσεις και να ακούσεις μουσική, τη μουσική που όσο καμία άλλη έπιανε το ρυθμό από τους χτύπους της καρδιάς σου, είτε αυτή την τραγουδούσε η Madonna είτε κάποιος σκληροπυρηνικός μεταλάς. Στο μυαλό των περισσότερων από τους τότε θαμώνες, το Mo better έχει μείνει σαν μία φιέστα.

Το ιδανικό, ίσως απαραίτητο, κλείσιμο μίας νύχτας που προέκυψε σε μέρα και που δε θες με τίποτα να τελειώσει. Τότε που κανείς δεν κοιτούσε το ρολόι για να γυρίσει σπίτι.

Αυτά τα στέκια-μορφώματα κατάφεραν να ξεχωρίσουν, γιατί δεν ήταν χτισμένα από τσιμέντο αλλά από πλαστελίνη. Ρευστά στα χέρια του κοινού τους το οποίο τα διαμόρφωσε, αρχιτέκτονες της νυχτερινής τους διασκέδασης. Ήταν δικά του δημιουργήματα, παιδιά του. Όλοι οι γονείς αγαπάνε τα παιδιά τους και πάντα θα τα βλέπουν πιο όμορφα από όλα τα άλλα. Δεν υπήρχε καμία νταβατζίδικη πόρτα με την όποια έννοια της πόρτας, καμία ετσιθελική τάση από κάποιον που σε ανάγκαζε να ακολουθήσεις ετσιθελικά τα δικά του γούστα. Δεν χρειαζόταν να προσαρμοστείς σε κάποιο τρεντ για να νιώσεις μέρος ενός συνόλου και κατά συνέπεια να καταφέρεις να περάσεις καλά. Οι ιδιοκτήτες ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ως άμεση προτεραιότητα το κέρδος αλλά να κάνουν το κέφι τους με άλλους τόσους που θέλουν να κάνουν και εκείνοι το δικό τους και αυτό από μόνο του ήταν αληθινό, ήταν rock and roll, ήταν μία επανάσταση. Όπως εύστοχα είπε και ένας τότε θαμώνας: 

«η φάση ήταν βρώμικη σα μουσούδι rock and roll λύκου»

Το Mo Better και το σινάφι του, όσο βερμπαλιστικό κι αν φανεί, διαμόρφωσε τη συνείδηση μίας ολόκληρης γενιάς «το Μο δεν είναι ένα απλό μπαρ άλλα τρόπος ζωής», σύμφωνα με το Δημήτρη Δαλιάνη, τον ιδιοκτήτη και την ψυχή του Mo Better.

«Ο κόσμος το αγάπησε γιατί ήταν πάνω από όλα τίμιο.  Δεν πούλησε πότε φούμαρα, παραμύθια, γκλάμουρους ή χίπστερ ή οτιδήποτε άλλο σχετικό. Υπηρέτησε άπλα και καθαρά την ροκ μουσική και την αθηναϊκή ροκ σκηνή  σε όλες τις εκφάνσεις της. Στηρίξαμε τα Εξάρχεια σε δύσκολες εποχές  και μας στήριξαν και αυτά. Για να έρθεις, να διασκεδάσεις  και να περάσεις καλά στο Μο υπήρχε μόνο μια προϋπόθεση, να είσαι αληθινός, ό,τι άλλο άπλα το απέβαλε ο χώρος».

Από τότε βέβαια άλλαξαν πολλά. Ο χρόνος πλέον μετριέται σε διπλάσιες ταχύτητες, οι στιγμές σε μέγκα και γκίγκα, η μουσική είναι πιο ελεύθερη από ποτέ και συγχρόνως πολιορκημένη από ταμπέλες, κλικς και χιτς το λεπτό. Μαζί με την εποχή, αναπόφευκτα άλλαξαν και οι άνθρωποι που με τη σειρά τους επηρέασαν τους χώρους αυτούς. Δε θέλουμε να το πιστέψουμε, γιατί παραείναι μία θαρραλέα παραδοχή αλλά κάπου όντως χάσαμε την ουσία. Είναι αρκετά δύσκολο να ορίσει κάποιος τους λόγους που όλη αυτή η επανάσταση κατευνάστηκε αλλά σε καμία περίπτωση δε νικήθηκε. Είναι εύκολο και στρογγυλό να γράψεις πως όλα κάνουν τον κύκλο τους. Είναι λάθος να πούμε πως τελείωσε. Απλά όλη αυτή η τάση και η φάση, πήρε άλλη μορφή, ανακυκλώθηκε όπως συμβαίνει πάντα, σε κάτι άλλο, κάτι καινούργιο. Τα στέκια που τότε ήταν για λίγους, ξαφνικά έγιναν για πολλούς. Η ολότητα της μουσικής διασπάστηκε σε αμέτρητα χιτς και όλοι σε μία αναγκαία προσπάθεια να ξεχωρίσουν κλείστηκαν λίγο παραπάνω, μαζεύτηκαν και τράβηξαν ένα δικό τους δρόμο. Ο Δαλιάνης, από την άλλη, βλέπει τα πράγματα κάπως πιο αισιόδοξα

«Η αθηναϊκή νύχτα θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Οι επιλογές είναι πραγματικά άπειρες, ίσως αυτό να δημιουργεί ένα πρόβλημα, οι πιο πολλοί δεν μπορούν, όπως είναι φυσικό, να τις ακολουθήσουν. Η ποιότητα  υπηρεσιών εξαιρετικά υψηλού επίπεδου και επαγγελματισμού, οι χώροι τέτοιοι που μάλλον πρέπει να μας ζηλεύουν άλλες μεγαλουπόλεις και όχι εμείς αυτές. Προφανώς δεν είναι όλα ρόδινα, υπάρχουν και πολλοί σαλτιμπάγκοι, πουθενάδες και δήθεν, άλλα ο καθένας βρίσκει αυτό που θέλει και του αξίζει. Ας μείνουμε στα θετικά που είναι σαφέστατα πιο πολλά. Η κρίση είναι ένα μεγάλο μείον αφού τα πενιχρά διαθέσιμα οικονομικά της πλειοψηφίας δεν επιτρέπουν στον κόσμο να ανακαλύψει η να ζήσει πολλά από αυτά που συμβαίνουν. Από την άλλη, ακριβώς για αυτό είναι η ώρα, όπως φαίνεται, να καθαρίσει η ήρα από το στάρι».

Όλοι εκείνοι που έσπευσαν να γράψουν κάποιο πρελούδιο για το κλείσιμο του Mo Better, δεν το έκαναν από θέμα νοσταλγίας για κάτι που παρήλθε μάλλον ανεπιστρεπτί και μία υποσυνείδητη αγωνία για τα χειρότερα που θεωρούσαν ότι είναι προ των πυλών, για τη χαμένη νιότη τους, γιατί έχασαν ένα ορόσημο μιας ατίθασης εποχής στο οποίο ίσως να είχαν να πάνε και χρόνια, δεν ήταν ένας άλλος Αντωνάκης στην παλιά ταινία του Τζαβέλλα με τη Μάρω Κοντού λίγο πριν του κατεδαφίσουν το σπίτι στην Πλάκα. Βάζοντας λουκέτο στο Mo Better πόνεσαν γιατί μαζί έκλεισε πίσω από τις πόρτες του και ένα κομμάτι του πραγματικού τους εαυτού, ενός εαυτού που δύσκολα βρίσκει κανείς. Του καλύτερου χειρότερου εαυτού τους, ενός εαυτού που τους κάνει να ντρέπονται αλλά θα τον έκαναν παρέα γιατί κατά βάθος τον γουστάρουν, του εαυτού που ξέρουν μόνο οι πολύ δικοί τους άνθρωποι.

Και επειδή όπως έγραφε και το πανό μέσα στο ίδιο το Mo Better «Τα ωραία πράγματα τελειώνουν. Τα πολύ ωραία όχι», το παιχνίδι αυτό ευτυχώς συνεχίζεται. Το αίμα βράζει, οι νύχτες αργούν να ξημερώσουν, το ποτό συνεχίζει να σε μεθάει και η μουσική θα παίζει πιο δυνατά από ποτέ. Το Mo Better θα ανοίξει ξανά τις πόρτες με ένα διήμερο πάρτι. Ελπίζουμε να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε πριν δυομίση χρονιά και το κυριότερο να ξανασυνδεθούμε με τους χιλιάδες φίλους που η ζωή το είχε φέρει έτσι  ώστε να χαθούμε τα τελευταία χρόνια, είτε γιατί δεν κατεβαίναν συχνά Εξάρχεια, είτε γιατί το ωράριο που είχαμε δεν τους βόλευε. Εδώ να πούμε ότι το Μο θα δουλεύει από νωρίς μέχρι αργά, όχι όμως τέρμα αργά, κάθε μέρα, σε ένα χώρο που μεταβάλλεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί και τα χαλαρά ποτά και τη δυνατή μουσική και διάθεση για πάρτι. Όπως ήταν το πρώτο μας σλόγκαν (από τους φίλους μας τους Dubrovniks)  "Every night we party, every day is a holiday. Γιατί "We are the children of the sun" (Nightstalker, φίλοι μας και αυτοί). Φορέστε τον πιο ακομπλεξάριστο καλύτερο χειρότερο εαυτό σας και ετοιμαστείτε από τον Ιανουάριο να παίξετε άλλη μία γύρα έστω και με διαφορετικούς κανόνες, με διαφορετικούς συμπαίκτες. Να γράψουμε ξανά την ιστορία από την αρχή.

ΜΑΤΑ ΛΙΤΟΥ / [email protected]