10 «κορυφές» του progressive rock των 70s
Yes – Fragile
Παιδί της στροφής από τα 60s στα 70s, το progressive rock έβαλε φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του στην εξέλιξη της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής. Ποιες ήταν όμως, οι βασικές ξεχωριστές ψηφίδες της πλέον «εγκεφαλικής» παραλλαγής του rock;
Το progressive rock έχει σχεδόν αποκλειστικά λάτρεις και πολέμιους. Όσοι δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ με τον ηλεκτρισμό στην κιθάρα, το θεωρούν τη μόνη μορφή rock που αναγνωρίζουν ως τέχνη. Οι δε οπαδοί της αμεσότητας και του μινιμαλισμού, με πρώτους τους πρωτομάστορες του punk, έχουν αλλεργικές αντιδράσεις στα δεκάλεπτα κομμάτια και στα μακρόσυρτα οργανικά μέρη.
Ψυχεδέλεια, jazz και fusion τεχνοτροπία, τεχνική πρωτόγνωρη για την εποχή, πλήρης ανατροπή του μοτίβου «στροφή – ρεφρέν – γέφυρα – ρεφρέν», θεματικά albums και avant-grade αισθητική αποτέλεσαν την καλλιτεχνική βάση του «διανοούμενου» rock των 70s.
Τα άλμπουμ τα οποία ακολουθούν δεν τοποθετούνται με αξιολογική σειρά, ούτε αποτελούν το μοναδικό magnum opus κάθε μπάντας. Είναι ωστόσο αρκετά ενδεικτικά της μοναδικότητας και του ξεχωριστού χαρακτήρα του προοδευτικού rock.
1. King Crimson – In the Court of The Crimson King (1969)
Πολλοί θεωρούν -και εν μέρει δικαίως- πιο ολοκληρωμένη την progressive πρόταση των Larks’ Tongues in Aspic και Starless and Bible Black, που κορύφωσαν το μουσικό μύθο των King Crimson στα πρώιμα 70s.
Ωστόσο, εδώ είναι που οι blues ρίζες συναντούν τις jazz και συμφωνικές επιρροές για πρώτη φορά με τέτοια μαεστρία, πριν καν τα 60s αποχαιρετίσουν τα «εγκόσμια». Αναμφισβήτητα το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα πιστώνεται στον ηγέτη και κιθαρίστα τους Robert Fripp, ωστόσο το χεράκι του στο μπάσο και στα φωνητικά έχει βάλει και ο μετέπειτα ELP Greg Lake, αλλά και ο λιγότερο γνωστός στους rock κύκλους, ωστόσο καίριος «οργανίστας» Ian McDonald, που αναλαμβάνει μεταξύ άλλων πλήκτρα και φλάουτο.
Κομψοτέχνημα με παγκόσμια πλέον αναγνώριση, «έπεσε» στα χέρια του Steven Wilson των Porcupine Tree για remix το 2010…
2. Van Der Graaf Generator – The Least We Can Do Is Wave to Each Other (1970)
Ο «Ιανός» Peter Hammill από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα ηχογραφεί και περιοδεύει ακούραστα, πότε ως solo καλλιτέχνης και πότε υπό τη σκέπη των επίσης «δικών του» VDGG.
Από τους πρωτοπόρους του progressive rock μαζί με τους King Crimson, οι VDGG αποτελούν κατά μία έννοια μια κατηγορία μόνοι τους, αφού η μουσική τους είχε έναν ιδιαίτερο σκοτεινό τόνο, ο οποίος τους κάνει αγαπητούς και σε οπαδούς μουσικών ρευμάτων που αδιαφορούν ή κουράζονται από το «έντεχνο» rock.
Το συγκεκριμένο album είναι αρκετά τυπικό της πρώτης, κλασικής τους περιόδου, ενώ η ιδιαίτερη, «ακροβατική» χροιά του Hammill τον ξεχωρίζει μέσα στο «σωρό» και τονίζει τον πραγματικά ξεχωριστό χαρακτήρα των VDGG.
3. Yes – Fragile (1971)
Το πανέμορφο εξώφυλλο του Robert Dean ντύνει έναν από τους πλέον εκλεπτυσμένους δίσκους του είδους. Η γλυκιά χροιά του Jon Anderson χορεύει πάνω στις μελωδίες του κιθαρίστα Steve Howe, που χρησιμοποιεί την εναλλαγή ακουστικών και ηλεκτρικών ήχων με πρωτόγνωρη για την εποχή μαεστρία.
Παρά το γενικά «δύσκολο» χαρακτήρα του, η εμπορική του επιτυχία άνοιξε το δρόμο στους Yes για τις μεγάλες αρένες, αποδεικνύοντας ότι το progressive δεν απευθύνεται μονάχα στη rock intelligentsia.
4. Emerson, Lake and Palmer – Tarkus (1971)
Πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις όπου το περιτύλιγμα αδικεί το περιεχόμενο, μιας και το χοιροειδές άρμα μάχης, αν και άρεσε στον Keith Emerson, δε θα αποτελεί μέρος αφιερωμάτων στην υψηλή αισθητική στο μακρινό μέλλον.
Με την ηλεκτρική κιθάρα, που ενίοτε αναλαμβάνει ο Greg Lake, να υποχωρεί μπροστά στην πρωτοκαθεδρία μπάσου, πλήκτρων και τυμπάνων, το «Tarkus» είναι ένας πλανήτης ηχοχρωμάτων, όπου το progressive συναντά το συμφωνικό rock, μέσα κυρίως από τις φιλτραρισμένες σχετικές επιρροές του Emerson. Οι ELP δεν «χαρίζονται» ωστόσο ξεσπούν ενίοτε με ρυθμούς και riffs που ακουμπούν το hard rock. Η αυτοσχεδιαστική νοοτροπία στα οργανικά μέρη και η «βάναυση» αντίληψη του Carl Palmer για τη σχέση του με τα δέρματα των τυμπάνων, ολοκληρώνουν τον ογκόλιθο που λέγεται «Tarkus».
Μέσα στο 2012, υπέστη και αυτό νέα μίξη από τον λάτρη της εποχής Steven Wilson των Porcupine Tree και κυκλοφόρησε σε πολυτελή έκδοση τον Αύγουστο.
5. Genesis – Nursery Cryme (1971)
Το πρώτο album των Genesis με την ιστορική σύνθεση Gabriel/Banks/Rutherford/Hackett/Collins (τρίτο συνολικά για τη μπάντα) είναι μια καλή άσκηση για όσους οπαδούς του Phil Collins τον γνώρισαν σαν τροβαδούρο όμορφων πλην απλοϊκών μελωδιών στα 80s κι όχι σαν drummer-«χταπόδι» στις αρχές των 70s.
Πρόκειται για καλλιτεχνικό άθλο, με τον Peter Gabriel να έλκει στιχουργική θεματολογία τόσο από την ιστορία, όσο και από τη μυθολογία, και να βιώνει «σωματικά» κάθε στίχο και μελωδία που τραγουδά/απαγγέλλει (βλ. σκηνές από live της μπάντας με την τότε σύνθεση), πράγμα το οποίο αποτυπωνόταν και στο (τότε) βινύλιο.
Οι κριτικοί είχαν σταθεί αμήχανα μπροστά στο δημιουργικό οίστρο της μπάντας, ωστόσο η ιστορία έδωσε και πάλι την απάντησή της. Τα «Foxtrot», «Selling England by the Pound» και «The Lamb Lies Down on Broadway» που ακολούθησαν είναι τουλάχιστον απαραίτητα για την κατανόηση του φαινομένου «Genesis των 70s».
6. Jethro Tull – Aqualung (1971)
Ο μέσος rock οπαδός κατατάσσει τους Jethro Tull στο ευρύτερο folk rock, λόγω της ιδιαίτερα χαρακτηριστικής χρήσης του φλάουτου από τον Ian Anderson. Πράγματι, οι Tull δεν παίζουν το τυπικό, ρυθμικά δαιδαλώδες και υπερτεχνικό progressive.
Ωστόσο, όλο τους το πνεύμα και η προσέγγιση, αλλά και η νεωτεριστική για την εποχή μουσική φόρμα, τους κατατάσσει με ευκολία στις «γραμμές» του prog. O Anderson, εκτός από την ποιητική του στόφα, δίνει ρεσιτάλ θεατρικότητας στα φωνητικά, ενώ οι «στροφές» 180 μοιρών μέσα στα κομμάτια, με την εναλλαγή ακουστικών και «σκληρών» θεμάτων, εκπλήσσει και γοητεύει.
Το αγαπούν οι οπαδοί του blues, της folk, του κλασικού rock, αλλά και του hard rock/heavy metal. Η αίγλη του παραμένει αναλλοίωτη 41 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.
7. Pink Floyd – Meddle (1971)
Οι συζητήσεις για το εάν οι Pink Floyd ανήκουν στο χώρο του progressive, του art, του ατμοσφαιρικού ή του ψυχεδελικού rock, κινδυνεύουν βάσιμα να χαρακτηριστούν ανούσιες. Οι Pink Floyd είναι μία κατηγορία μόνοι τους για την μουσική του 20ού αιώνα (όχι μόνο για το rock).
To «Meddle» τους βρίσκει στη μεταβατική περίοδο από την εντελώς «χαμένη στο διάστημα» ονειρική ψυχεδέλεια των πρώτων τριών τους δίσκων στις σχετικά πιο «στρωτές», επίσης αριστουργηματικές, δημιουργίες τους μετά το 1972.
Εδώ δε θα βρει κανείς τις συνεχείς ρυθμικές αλλαγές οι οποίες «οριοθετούν» το τυπικό progressive. Θα βρει όμως μια μπάντα σε δημιουργικό οργασμό, από το instrumental «Οne of These Days» με το χαρακτηριστικό μπάσο του Waters μέχρι την σχεδόν 24λεπτη ελεγεία «Echoes». Mια προοδευτική, καινοτόμα και πειραματική δημιουργία, η οποία βρίσκει το συγκρότημα στην πιο ισορροπημένη εσωτερική του φάση. Ή, αν θέλετε, το τελευταίο δημιούργημα των Floyd που διέπεται ακόμα από συνθετική ελευθεριότητα.
8. Focus - 3 (1972)
Το τρίτο άλμπουμ των Ολλανδών «μαστόρων» του προοδευτικού rock τους βρίσκει στη σχετικά καλύτερή τους φόρμα, ειδικά τον εντυπωσιακό κιθαρίστα τους Jan Akkerman. Πρόκειται για μπάντα σχετικά υποτιμημένη, στο πλαίσιο βέβαια ενός είδους το οποίο πάντα είχε ιδιαίτερο κοινό. Βέβαια, το «Sylvia» έκανε αρκετά μεγάλη επιτυχία στα βρετανικά charts και πήγε καλά και στις ΗΠΑ, ωστόσο φαίνεται ότι το ολλανδικό τρίο έπεφτε αρκετά «βαρύ» ακόμα και στους mainstream progressive οπαδούς.
Τα φωνητικά είναι εντελώς αφαιρετικά και λίγα, άλλωστε οι Focus έδιναν πάντα βάση στον instrumental χαρακτήρα της μουσικής τους, οι κριτικοί ζητούσαν κι άλλα «Hocus Pocus» κι όχι οργανική σπουδή εξερεύνησης των ορίων της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Έτσι το «3» έμεινε εμπορικά κάτω από τον υψηλό αισθητικό του πήχη. Το φλάουτο και το λαούτο χρωματίζουν την πανέμορφη και δαιδαλώδη δομή.
9. Gentle Giant – Octopus (1972)
Με πυρήνα τρεις αδερφούς, τους Phil, Derek και Ray Shulman, οι «Αγαθοί Γίγαντες» άφησαν το δικό τους μοναδικό αποτύπωμα στο progressive rock των 70s. Oι ρίζες τους βρίσκονται στο rhythm ‘n’ blues των 60s και είναι μία ακόμη prog μπάντα στην οποία η κιθάρα βρίσκεται αν όχι πίσω, τουλάχιστον στο ίδιο πλάνο με μπάσο και πλήκτρα. Αρκετά spacey στον ήχο τους, γεγονός που τους ενέταξε νοητά και στην κατηγορία του cosmic rock, το Octopus θεωρείται και από τους ίδιους η κορυφή τους.
Ελαφρά πιο εύπεπτοι και από τον μέσο rock οπαδό, εδώ εγκαταλείπουν τις μακρόσυρτες συνθέσεις, χωρίς όμως ακόμη να αφίστανται της prog τεχνοτροπίας, κάτι που θα κάνουν κάποια χρόνια αργότερα. Τα πανταχού παρόντα πλήκτρα του «Octopus» έχουν «διδάξει» γενιές και γενιές progressive οπαδών και μουσικών της νεότερης γενιάς.
10. Rush – Hemispheres (1978)
Το έκτο άλμπουμ των Καναδών, στα 1978, τους βρίσκει στην πιο progressive και τεχνική εποχή τους. Το «2112» και το «A Farewell to Kings» είχαν στρώσει το δρόμο, κι εδώ οι Rush πραγματοποιούν μια σπουδή πάνω στη δύσπεπτη μελωδία. Τέσσερα κομμάτια, μεταξύ αυτών το 18λεπτο δεύτερο μέρος του Cygnus X-1, αλλά και το κατά τεκμήριο καλύτερο και πιο αγαπημένο instrumental τους, το La Villa Strangiato.
Ο Alex Lifeson jazz-ίζει άφοβα στα σόλο θέματά του, o Geddy Lee σφιχταγκαλιάζει το μπάσο του με τους «δεν κρατάω ποτέ 4/4» ρυθμούς του Neil Peart και το progressive hard rock ζει στιγμές υψηλής καλλιτεχνικής κορύφωσης. Θεωρείται και από τους ακρογωνιαίους λίθους του -αναπτυγμένου μετά το 1985- progressive metal.
Φωτογραφίες: www.wikipedia.org
Γιώργος Παυλόπουλος