Προδημοσίευση: "Ανυπεράσπιστοι φόνοι". Μια αντεργκράουντ ιστορία στην εποχή της κρίσης

fonos
ΤΡΙΤΗ, 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

Το clickatlife.gr εξασφάλισε αποσπάσματα απο το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Ρεμούνδου που θα κυκλοφορήσει την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Στα χέρια μου κρατάω το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Ρεμούνδου: "Ανυπεράσπιστοι φόνοι". Ναι μου αρέσουν οι αντεργκράουντ ιστορίες, όπως ρωτούσε το δελτίο τύπου. Μ' αρέσουν πιο πολύ όταν ο συγγραφέας είναι μετρ του είδους.

Ο Γιάννης Ρεμούνδος χειρίζεται το λόγο με τέτοιο τρόπο ώστε να καθοδηγεί τον αναγνώστη μέσα από μέσα από καταστάσεις νοσηρές και δυσνόητες σε πραγματικότητες απόλυτα ρεαλιστικές. Περιγραφικός, δημιουργεί εικόνες στον αναγνώστη κορυφώνοντας την κατάλληλη στιγμή και με μαγικό τρόπο την αγωνία.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις απελπισμένες προσπάθειες των μελών μια οικογένειας να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό της ζωής τους, ενώ η χώρα βυθίζεται στον λασπότοπο της οικονομικής κρίσης.

Το clickatlife.gr εξασφάλισε αποκλειστικά για τους αναγνώστες του αποσπάσματα του νέου βιβλίου του Γιάννη Ρεμούνδου, "Ανυπεράσπιστοι φόνοι". Γνωρίστε τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος.

Μαρία
«Μα αφού σου εξήγησα, υποσχέθηκε ότι θα με τακτοποιήσει σε κάποια δουλειά κανονική, τέρμα το Αμαρυλλίς, τέρμα ο υπόκοσμος».
Όσο να ’ναι αναστατώθηκε. Βρε, λες αυτός ο Γιάγκος να ήταν η σωτηρία που περίμεναν σαν θαύμα;
«Παλιά ήταν αλλιώς. Ερχόταν ο Παντελής μας και γέμιζε το σπίτι γέλια. Το παλιό μας σπίτι με τα κεραμίδια, την αυλή και το πεύκο. Έφερνε την εφημερίδα με τις ειδήσεις, έφερνε και μια σακούλα πορτοκάλια μέρλιν. Κάτι όμορφα μεγάλα πορτοκάλια…» μονολόγησε η γριά αντί άλλης απαντή­σεως, κουνώντας το κεφάλι της με νοσταλγία.
Και η Μαρία κόρωσε ακούγοντας το όνομα του Παντελή. Σπουδαίος κορτάκιας στην εποχή του, ονομαστός, δεν είχε αφήσει θηλυκό για θηλυκό, ως και την ίδια νιόνυφη ακόμη τη γλυκοκοίταζε, κι αν δεν έφευγαν για τη Θεσσαλονίκη, θα τη μουντάριζε. Ο Παντελής ο χαροκόπος, ο μεγάλος αδελφός της πεθεράς της, πεθαμένος εδώ και χρόνια.
«Σου το λέω και να το πεις στον πατέρα, δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ μέσα. Αν φέρει το παραμικρό από τα σκουπίδια, δε θα ξανάρθω…» έβαλε τις φωνές κι η πεθερά της τρόμαξε, αναπήδησε από την πολυθρόνα σαν κουνέλι.
«…δεν μπορείς να φανταστείς τι όμορφα πορτοκάλια. Σου ’ρχόταν να φας ακόμη και τις φλούδες», αποτέλειωσε τη φράση της η γριά και, παίρνοντας ένα μισοκακόμοιρο ύφος, κρύφτηκε σαν μωρό πίσω από την κουρτίνα.
Κοιτάχτηκαν οι δύο γυναίκες για λίγο σαν άεργες Ερινύες στη σκιά της κρύας μέρας, ώσπου η γριά αναλύθηκε σε λυγμούς, κάτι αλλόκοτα κλάματα λες κι έτρεχε μια χαλασμένη υπαίθρια βρύση. Τη λυπήθηκε η Μαρία κι αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς της. Έτσι κι αλλιώς χαμένα πήγαιναν τα λόγια της. Σάμπως δεν το ήξερε; Το ήξερε. Κοπάνησε λοιπόν στο τραπέζι το τάπερ με το φαγητό και, μέχρι να ζεσταθεί το νερό στον ταχυθερμοσίφωνα, άναψε ένα τσιγάρο κοιτώντας με αντιφατικά συναισθήματα την ακίνητη πεθερά της να βυθίζεται στην καταθλιπτική απομόνωση των γηρατειών, με το μυαλό της να διαλύεται σαν ξεφτισμένο ρούχο από την άνοια. Τουλάχιστον μπορούσε ακόμη να αυτοεξυπηρετείται, γιατί αλλιώς…
«Ζωή που ζω κι εγώ», μουρμούρισε ασυναίσθητα, πιάνοντας το κεφάλι της και φυσώντας σεκλετισμένα τον καπνό."

Δέσποινα
«Δεσποινάκι…»
Βραχνή με μια ιδέα πόθου ακούστηκε η φωνή του Κώστα στο τηλέφωνο. Η Δέσποινα νόμιζε ότι θα περάσει να την πάρει από το σπίτι με το αυτοκίνητο κι ασυναίσθητα έφερε το χέρι στα μαλλιά· δεν είχε λουστεί, είχε μανία με το λούσιμο. Μα αφού δεν είχαν κανονίσει για σήμερα.
«Ήθελα να ακούσω τη φωνή σου… Μ’ έπιασε μια λαχτάρα να ακούσω τη φωνή σου».
«Α…» ξεφύσηξε εκείνη κοιτάζοντας με λυγισμένο βλέμμα από το παράθυρο τον συννεφιασμένο ουρανό.
«Λείπουν όλοι από το γραφείο και μ’ έχουν αφήσει να στείλω κάτι φαξ. Ακούς; Εγώ να στέλνω τα φαξ! Αλλά ελπίζω, Δεσποινάκι, ελπίζω. Αυτός ο Γιάγκος που σου έλεγα, αυτός ο Γιάγκος υποσχέθηκε ότι θα με βολέψει σε μια δουλειά κανονική. Μου τηλεφώνησε. Θα ξελασπώσω, Δεσποινάκι, οι παλιές καλές μέρες θα ξανάρθουν και τότε θα γνωρίσεις τον Κώστα όπως ήταν παλιά. Λίγη υπομονή, μόνο λίγη υπομονή…» Η φωνή του ακουγόταν νευρική, ερεθισμένη, πολύχρωμη, σαν να ήθελε να πιστέψει κι ο ίδιος τα όσα έλεγε.
«Τι δουλειά είναι αυτή;» τον ρώτησε αδιάφορα.
«Δεν ξέρω ακόμη, πάντως αρχίζει η συνεργασία μας. Ζήτησε να δει τα δωμάτια πίσω από το καφενείο, χρειάζεται μια αποθήκη για να βάλει εμπορεύματα. Α, κάποιος έρχεται, σ’ αφήνω, θα τα πούμε αύριο στη φωλίτσα μας, εντάξει; Αύριο…»
«Ναι, αύριο», απάντησε εκείνη μουδιασμένα.
Απόμεινε η Δέσποινα μόνη στο σπίτι με το θαμπό φως της κρύας μέρας να κρέμεται στα παράθυρα, έχοντας την αμυδρή εικόνα του Κώστα στο μυαλό της, λες κι είχαν να συναντηθούν χρόνια. Ένας ψηλός άντρας, κάπως ανασούμπαλος, με αραιά μαλλιά, μεγάλα μάτια μελαγχολικά και επιτηδευμένες κινήσεις μιας κάποιας αρχοντιάς, κι ήταν αστείος –αχ, Θεέ μου, πόσο αστείος ήταν– έτσι καθώς τέντωνε το σώμα του πίσω, καθώς μιλούσε με σιγουριά κι αισιοδοξία ο ερευνητής της μεταφυσικής, ο οπαδός των τσάκρα.
Κι εκείνη; Πώς έγινε και τα έφτιαξε με τον άντρα της αδελφής της; Γιατί έγινε αυτό που έγινε; Και τι περίμενε; Τι προσδοκούσε; Δεν ήξερε να απαντήσει. Μπορεί να ήθελε να εκδικηθεί υποσυνείδητα τη Μαρία, την ευτυχία της, την αφέλειά της, την προσγειωμένη ζωή της. Μπορεί να ήθελε να εκδικηθεί τον άντρα της τον σκουπιδιάρη, μπορεί όμως απλώς να αφέθηκε σ’ αυτή την περιπέτεια δίχως να το πολυσκεφτεί, μόνο και μόνο για να συμβεί κάτι στην ισοπεδωμένη ζωή της. Σημασία είχε ότι τα έφτιαξαν.

Μπαρμπα-Ανέστης
Με γεροντικό πείσμα και επαγγελματική ευσυνειδησία ο μπαρμπα-Ανέστης Ιωσηφόγλου μετατόπιζε δεξιά κι αριστερά την κεραία της τηλεόρασης για να καθαρίσει η εικόνα. Η εικόνα δεν καθάριζε, επέμενε αυτός, έκαναν χάζι οι λιγοστοί πελάτες του Καφενείου των Φίλων.
Ο Ανέστης Ιωσηφόγλου, ο μπαρμπα-Ανέστης όπως τον αποκαλούσαν όλοι, ήταν ένας άντρας που είχε περάσει τα εβδομήντα, θλιμμένος, αδύνατος, σχεδόν σκελετωμένος, με πρόσωπο σκαμμένο από τις ρυτίδες. Παρά την καχεκτική εμφάνισή του, η υγεία του ήταν σε γενικές γραμμές καλή κι αυτό του επέτρεπε να δουλεύει ακόμη, συνταξιούχος ­πλέον από την Ολυμπιακή Αεροπορία, στα εμπορεύματα εσωτερικού εργάτης. Κανονικά θα έπρεπε να στρωθεί μπροστά στην τηλεόραση και να κοιμάται όσο θα του έκανε κέφι, αλλά οι ανάγκες της ζωής τον οδήγησαν να υπενοικιάσει το Καφενείο των Φίλων. Από τη μια δεν άντεχε να βλέπει όλη τη μέρα τη γυναίκα του στα χάλια της, κι από την άλλη ο γιος του χρειαζόταν οικονομική στήριξη έτσι όπως ήρθε με κομμένα τα φτερά από τη Θεσσαλονίκη. Κι έτσι το πήρε απόφαση και νοίκιασε σ’ αυτή την άχαρη ηλικία το καφενείο του Χαλικιά. Για ένα μεροκάματο, για μια ανάσα.
Το Καφενείο των Φίλων βρισκόταν στις παρυφές της πάλαι ποτέ ακμάζουσας βιομηχανικής περιοχής του Πειραιά, κοντά στον Αϊ-Διονύση, σφηνωμένο ανάμεσα σε ένα χυτήριο κλειστό εδώ και καιρό και μια αποθήκη με εφόδια ­πλοίων, σ’ έναν δρόμο πνιγηρό, με οξειδωμένα όνειρα, λιμνάζοντα νερά και σχέδια για ανάπλαση. Το ετοιμόρροπο κτίσμα παλιότερα ήταν σπίτι, κανένας όμως δε θυμόταν αν έμεναν κάποτε άνθρωποι εδώ. Όλοι το θυμόνταν ως διαβόητη χαρτοπαικτική λέσχη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κι ήταν στις δόξες του τότε ο Χαλικιάς ο μαφιόζος, και κυκλοφορούσε με μια ξεδιάντροπη BMW, ολόμαυρη, περασμένα μεγαλεία. Τώρα το Καφενείο των Φίλων ήταν ένα ετοιμόρροπο απεριποίητο κτίσμα κι ο Χαλικιάς μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία ανακαλύπτοντας τη ματαιότητα του βίου.

Μυρωνία
«Έρχεται ο στρατηγός!» ήταν η πρώτη κουβέντα της Μυρωνίας μπαίνοντας φουριόζα στο σουβλατζίδικο, λύνοντας με μια κίνηση το κεφαλομάντιλο.
Απόγευμα, με βαριά συννεφιά και κρύο πολύ. Οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από την καταρρακτώδη βροχή του μεσημεριού, η συνοικία δεν είχε βρει ακόμη την ανάσα της από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, είχαν λυσσάξει τα κανάλια.
«Ε;» έκανε ο Διαμαντής σαν χαζός κοιτάζοντας τη σούβλα με τον γύρο, κάτι με τις στροφές της δεν πήγαινε καλά, κανονικά ήθελε αντικατάσταση αλλά δεν περίσσευαν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες.
«Έρχεται ο στρατηγός, ο νουνός μου!» ανακοίνωσε ξανά ενθουσιασμένη, καραμούζα η φωνή της.
Ο Διαμαντής τής έριξε μια αδιάφορη ματιά, δε φάνηκε να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της.
«Κι αυτή τη φορά δεν έρχεται για λίγες μέρες. Θα μείνει πολύ… Μου τα έλεγε ο άνθρωπός του στο τηλέφωνο. Επισκευάζει το σπίτι στον Πύργο, οπότε…»
«Χειμωνιάτικα;»
«Χειμωνιάτικα! Τι μας νοιάζει εμάς… Το σημαντικό είναι ότι θα εγκατασταθεί εδώ, πλάι μας, κοντά μας. Το καταλαβαίνεις;»
Ο Διαμαντής έκανε έναν δυσεξήγητο μορφασμό σαν αδιάβαστος μαθητής, φως φανάρι ότι δεν καταλάβαινε, αλλά έτσι ήταν πάντα ο άντρας της, βραδύνους.
«Εκείνο που καταλαβαίνω είναι ότι άδικα των αδίκων πάνε οι θυσίες μου, στον βρόντο πάει η κούρασή μου. Με έπρηξε πάλι η Ελένη με τις τρέλες της. Δε θέλει, λέει, να πετάξει τα πράγματα από το σπίτι, ζει με τις αναμνήσεις, δε θέλει να αποχωριστεί το παρελθόν», μουρμούρισε μουτρωμένα σπρώχνοντας τη σούβλα, προσέχοντας μην του μείνει στο χέρι.
«Η Ελένη… Να δούμε πότε θα καταλάβει σε τι χρόνια ζούμε. Η Ελένη έχει μείνει στις παλιές δεκαετίες… Πρέπει να την πείσουμε, Διαμαντή, να το πάρει απόφαση και να πάμε να μείνουμε μαζί της. Τόσα δωμάτια έχει το σπίτι, είναι κρίμα να πληρώνουμε νοίκι. Πρέπει να επιμείνεις…»
«Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου, αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, η αδελφή μου έχει στοιχειώσει εκεί μέσα».
«Δεν είναι όμως αυτό το θέμα τώρα, Διαμαντή. Τώρα το θέμα είναι ο νουνός μου, ο στρατηγός», επανήλθε στο φλέγον ζήτημα η Μυρωνία και βάλθηκε να του εξηγεί με θέρμη τη μεγάλη ευκαιρία που παρουσιαζόταν μπροστά τους με την έλευση του στρατηγού στον Πειραιά. Άκληρος ήταν ο στρατηγός, η γυναίκα του είχε πεθάνει εδώ και χρόνια και με τους συγγενείς του βρισκόταν στα μαχαίρια.

Διαμαντής
«Πηγαίνετε εσείς, θα μαζέψω εγώ, δε βλέπω να έρχονται άλλοι, μόνο μια παραγγελία περιμένω από τους χούλιγκαν δίπλα», ξεφύσηξε ο Διαμαντής, ήταν αναμενόμενη βέβαια η αναδουλειά με τέτοιο βρομόκαιρο, ίσως αν είχε κάποιον ντελίβερι κάτι να γινόταν, αλλά δεν περίσσευαν λεφτά.
«Να συμμαζέψουμε τουλάχιστον».
«Τι να συμμαζέψεις, γυναίκα; Τι να συμμαζέψεις;» Σαν του πνιγμένου ακούστηκε η φωνή του.
Ο Διαμαντής κι ο Πρόδρομος τις κοιτούσαν να ετοιμάζονται αργά και σιωπηλά. Ύστερα απόμειναν μόνοι, συντροφιά με μια εκπομπή πολιτικής επικαιρότητας, κι ο καθένας τους βυθίστηκε στα δικά του, ο Πρόδρομος με τα φαντάσματα των πεθαμένων του κι ο Διαμαντής να ονειρεύεται την πολυπόθητη σύνταξη. Θα κατάφερνε όμως να βγάλει σύνταξη έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα; Δεν ήθελε να καταλήξει σαν τον συμπέθερο, να δουλεύει σε τόσο μεγάλη ηλικία, δε θα το άντεχε, είχε κουραστεί να χάνει, είχε κουραστεί να προσφέρει δίχως αντάλλαγμα κανένα, είχε κουραστεί να είναι το θύμα, είχε κουραστεί να κοροϊδεύει τον εαυτό του ότι θα αποκτούσε, λέει, ξανά το ονομαστό κρεοπωλείο «Τα Ωραία Άγραφα». Ναι, είχε κουραστεί να παλεύει.
Πώς χάθηκαν όλα; Πώς εξανεμίστηκε κοτζάμ περιουσία, ακόμη δεν μπορούσε να το πιστέψει. Από τη μια η προίκα της Ελένης, της μοσχαναθρεμμένης της οικογένειας, από την άλλη ο αδελφός του, στραβωμένος από έρωτα για την Πατρινιά, ζήτησε το μερίδιό του και πήγε φούντο το κρεοπωλείο «Τα Ωραία Άγραφα».
Και τότε εμφανίστηκε ο Αριστείδης Κτενίδης, ο οποίος, όπως έλεγε, ήθελε να βοηθήσει τον γιο του τον Βάσο, έναν αχαΐρευτο, στην πραγματικότητα όμως ίσως χρειαζόταν μια επιχείρηση για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Έριξε λεφτά με τη σέσουλα και σώθηκε το κρεοπωλείο, μα τι να το κάνεις, σαν υπάλληλο κράτησαν τον Διαμαντή κι αυτό με το ζόρι, λόγω της παλιάς φιλίας, γιατί ο Βάσος δεν τον ήθελε τον Διαμαντή, είχε κακό κάρμα, ισχυριζόταν! Άκου εκεί κακό κάρμα. Η θέση του ήταν λεπτή, θα μπορούσε να βρεθεί στον δρόμο από τη μια στιγμή στην άλλη. Κι έτσι αναγκάστηκε να ανοίξει τούτη την τρύπα, το σουβλατζίδικο. Και η αλήθεια ήταν ότι το καλοκαίρι, λόγω της πλατείας, είχε κάποια κίνηση, τον χειμώνα όμως βαρούσαν μύγες και μόνο η κούραση του έμενε από τις δύο δουλειές, η κούραση και η απογοήτευση.

Λίγα λόγια για το βιβλίο: Πού να το φανταζόταν η Μαρία ότι, για να περισώσει τα κουρέλια της οικογενειακής της ευτυχίας, θα άφηνε τον πεθερό της αβοήθητο να πεθάνει μαχαιρωμένος; Πού να το φανταζόταν η Δέσποινα ότι στο τέλος ο στρατηγός Ορφανέας θα πέθαινε από ασφυξία ανάμεσα στα πόδια της; Καμιά τους δεν είχε φανταστεί αυτήν την κατάληξη. Παρόλο που όλα είχαν αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς, τις καλύτερες προϋποθέσεις για να μεταποιήσουν ένα κουρελάκι ονείρου σε λαμπρή φορεσιά.
Και γύρω από τις δύο αδελφές τα υπόλοιπα πρόσωπα κρατάνε το «ίσο» των ψευδαισθήσεων σαν ξεχασμένοι ψάλτες ενός εσπερινού. Πρόσωπα παγιδευμένα στις συμβάσεις του καιρού, πρόσωπα κυνηγημένα από εφιάλτες ιδιωτικών παθών, πρόσωπα σαν το αρνητικό μιας φωτογραφίας, γελασμένα από γεννησιμιού τους, ποιητές από τα γεννοφάσκια τους.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Γιάννης Ρεμούνδος γεννήθηκε το 1950 στον Πειραιά. Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή. Έζησε στη Δανία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γερμανία και για αρκετό διάστημα στην Κρήτη. Έχει δύο παιδιά και σήμερα ζει στον Πειραιά. Από μικρός είχε δείξει κλίση προς το γράψιμο και έχει ήδη εκδώσει αρκετά βιβλία. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν τα βιβλία του: "Από που πάνε για την οδό Δεληγιάννη;" που τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 1999 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, "Πως τα πέρασες στο Βόλο, Κωστάκη;" που τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 1999 από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, "Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού", που τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 2002 από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, "Το μυστήριο της 21ης χάντρας", "Της κακομοίρας" κα. Ο Γιάννης Ρεμούνδος ασχολείται παράλληλα με τη φωτογραφία και έχει κάνει εκθέσεις με ζωγραφισμένες και ψηφιακές φωτογραφίες.

Το βιβλίο "Απυπεράσπιστοι φόνοι" του Γιάννη Ρεμούνδου θα κυκλοφορήσει την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου απο τις εκδόσεις Ψυχογιός. 

Κύρα Κάπη