Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ

anthropoi-kai-pontikia-tou-tzon-stainmpek
ΔΕΥΤΕΡΑ, 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019

Από την Ελένη Πετάση.

Φτάνοντας στον λασπωμένο Ελαιώνα, μια βιομηχανική περιοχή που το βράδυ, ερημωμένη και σκοτεινή, θυμίζει άγονο τοπίο όπου «ανασταίνονται» ακονιστές μαχαιριών, εξουθενωμένοι νταλικέρηδες και περιθωριακοί άνθρωποι με βλέμματα αποθηκευμένα σε ματαιωμένες ζωές, το Cartel, μια πρώην μάντρα ανακύκλωσης μεταμορφωμένη σε θέατρο, αποτυπώνει ξανά όλη την απόγνωση του Τζον Στάϊνμπεκ. Μόνο που τώρα δεν αφορά το αμερικάνικο Κραχ στα χρόνια του μεσοπολέμου, ούτε τους κατακερματισμένους ήρωές του που πάσχιζαν να επιβιώσουν στην Καλιφόρνια.

Η ελεύθερη μεταφορά της νουβέλας Ανθρωποι και ποντίκια (1937) από τη Σοφία Αδαμίδου προσγειώνει το έργο στη σημερινή - και μάλιστα ελληνική - πραγματικότητα. Κατ' επέκταση τα επτά εξαθλιωμένα πρόσωπα του λούμπεν προλεταριάτου αναπνέουν δίπλα μας, κρατώντας τα δικά τους πραγματικά ονόματα (εκτός από τον Λένι) και ακούγοντας Καζαντζίδη, Καλαντζή, Νταλάρα από το ξέπνοο τρανζιστοράκι τους.

Η αίθουσα του θεάτρου είναι κρύα (θέρμανση δεν υπάρχει) και γίνεται ακόμα πιο κρύα όταν στην εναρκτήρια, σκληρή όσο και ποιητική, σκηνή της παράστασης η συρόμενη σιδερένια πόρτα ανοίγει γρυλίζοντας για να αποκαλύψει τους δύο περιπλανώμενος εργάτες που ρίχνουν ξύλα σε ένα βαρέλι και ανάβουν φωτιά προσπαθώντας να ζεσταθούν.

Μια γάτα περνάει θριαμβευτικά δίπλα τους μη ξέροντας ότι αποτελεί μέρος του φυσικού σκηνικού τοπίου. Εκείνοι - ο προστατευτικός Βασίλης (Βασίλης Μπισμπίκης) και ο διανοητικά καθυστερημένος Λένος (Δημήτρης Δρόσος) - κοιτώντας τα αστέρια, μάταια ονειρεύονται ένα δικό τους χωράφι με πολλά  κουνέλια, κότες, οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Μακρυά από τον «πολιτισμό», τα εξουθενωτικά ωράρια και τα πενιχρά μεροκάματα. 

Είναι εν τέλει μόνοι σ΄ αυτόν τον κόσμο, γεμάτοι τρυφερότητα ο ένας για τον άλλο, φίλοι με όλη τη σημασία της λέξης. Και ας συγκρούονται κάθε τόσο καθώς ο Λένος με την αφέλειά του δημιουργεί πάσης φύσεως προβλήματα. Ανάμεσα στις εμμονές του είναι να παγιδεύει ποντίκια και άθελά του να τα χαϊδεύει δυνατά μέχρι να πνιγούν.  Αλλά μήπως και η δική του στραγγαλισμένη ζωή δεν συγγενεύει με τα ποντίκια;

Έπειτα «έρχεται η επόμενη μέρα» και εμείς μεταφερόμαστε στον διπλανό χώρο του θεάτρου, ένα μηχανουργείο σε δύο επίπεδα (θαυμάσια η ρεαλιστική σκηνογραφία της Αλεξίας Θεοδωράκη) με όλα τα σύνεργα του, μια παλιομοδίτικη τηλεόραση, το γραφείο του ιδιοκτήτη, το υπνοδωμάτιο του Κούρδου μετανάστη και των άλλων εργατών, το χώρο ανάπαυσης, την φωτογραφία του Παντελίδη και την αφίσα μιας γυμνής γυναίκας. Ολα αποπνέουν μια λαϊκότητα ελληνική όπου διασταυρώνονται η ελπίδα και η απελπισία, η συντροφικότητα και η βία.

Εκεί θα πιάσουν δουλειά οι δύο αντι-ήρωες και η ιστορία τους θα εξελιχθεί παράλληλα με τις θλιβερές ιστορίες όλων των άλλων μέχρι το τραγικό της τέλος. Ενα τέλος που η έξοχη σκηνοθετική ματιά του Βασίλη Μπισμπίκη αφήνει να πλανάται για πολλές μέρες στη σκέψη μας. Όλη η παράσταση, όμως, δίνει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι. Εξορίζοντας οιανδήποτε ναρκισσιστικό  πειραματισμό - πολλούς δυστυχώς έχουμε δει τελευταίως - προσφέρει σκηνές αυθεντικής συγκίνησης και ανθρωπιάς. Και επιπλέον κομίζει το χάρισμα να αθωώνει την ωμή μέχρι χυδαία γλώσσα της που συμβαδίζει αρμονικά με την τσαλακωμένη ζωή των ηρώων.

Όχι ότι δεν υπάρχουν κάποιες μικρές αδυναμίες. Θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο μεστή ή να είχε δουλέψει  περισσότερο τον μονόλογο της Νικολέττας Κατσαηλίδου. Αλλά τέτοιες αντιρρήσεις δεν μετριάζουν ούτε την επιτυχία της σκηνοθεσίας ούτε την υποκριτική δεινότητα  των ηθοποιών. Φυσικά ο Μπισμπίκης και ο Δρόσος ξεχωρίζουν. Ερμηνείες παλλόμενες, με μια πλήρη κλίμακα αισθημάτων και κυρίως αληθινές.

Δίπλα τους ο Γέρος (Γιώργος Σιδέρης) με το κομμένο χέρι και τον λατρεμένο του σκύλο καθηλώνει στην εξομολόγηση  του, ενώ ο γεμάτος καημούς αλλοδαπός (Γιαζμάλ Ερντάλ) σκιαγραφεί εύστοχα την οδυνηρή αποξένωση του.

Ωστόσο και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί - Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Θάνος Περιστέρης, Στέλιος Τυριακίδης, Αγγέλα Πατσέλη - παραδίδουν με αξιοθαύμαστη φυσικότητα έναν ανέλπιδο κόσμο που ηθελημένα ή μη αγνοούμε. Ιδιαίτερα στην εποχή μας που εγκολπώνεται την βαρβαρότητα αναγορεύοντας την σε υπέρτατη αξία.

Ελένη Πετάση - [email protected]