«Άγριος σπόρος»: κριτική θεάτρου
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Άγριος σπόρος».
Μια παράνομη, αυτοσχέδια καντίνα αραγμένη σε κάποια ελληνική αμμουδερή παραλία. Ο Σταύρος, στον οποίο επίσης ανήκει ένα μικρό χοιροστάσιο εκεί δίπλα, περιγράφει πώς σφάζει τα γουρούνια του. Σιγοτρα-γουδάει το «Σαν απόκληρος γυρίζω» του Τσιτσάνη, συνοδεύοντας τη φωνή της Μπέλλου που ακούγεται από ένα φορητό cd player, ενώ η κόρη του Χαρούλα προετοιμάζει τις σαλάτες που, μαζί με τα τρυφερά σουβλάκια, θα φαγωθούν αργότερα από τους πελάτες. Η παράσταση αρχίζει.
Το έργο του Γιάννη Τσίρου «Ο άγριος σπόρος» ξεκινά ήπια για να μετατραπεί σταδιακά σε αστυνομικό θρίλερ, καθώς η εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού τουρίστα, ο οποίος είχε κατασκηνώσει στην περιοχή, πυροδοτεί ενδελεχή έρευνα διαλεύκανσης της υπόθεσης από τις εγχώριες αρχές με τη σύμπραξη αλλοδαπών εμπειρογνωμόνων. Μαζί με τους συγγενείς του θύματος, τους τουρίστες που έχουν αγοράσει σπίτια στο χωριό και θεωρούν τον μεροκαματιάρη απολίτιστο, βρομερό και βίαιο, αλλά και τον αστυνομικό και στενό φίλο του που αμφιβάλλει για την αθωότητά του («Ποιο είδος είναι άραγε πιο άθλιο; Αυτό που δίνει τις εντολές ή αυτό που τις υπακούει;», δίκαια αναρωτιέται ο Σταύρος), όλοι τους στοχοποιούν τον τελευταίο. Ωστόσο στο τέλος αθωώνεται. Αλλά το ερώτημα παραμένει: μήπως ο νέος, απόγονος των παιδιών των λουλουδιών και γόνος βιομηχάνων χαλυβουργίας απλώς αποφάσισε να «χαθεί» αηδιασμένος από το περιβάλλον του;
Από την άλλη, ο αντιήρωάς μας δεν μένει ατιμώρητος. Η υποκριτική κοινωνία αποφασίζει πως πρέπει πια να πληρώσει για τις -αποδεκτές ως εκείνη τη στιγμή- παρανομίες του. Ως αποτέλεσμα η καντίνα με τη χαλασμένη ταμειακή μηχανή και τη μουχλιασμένη φέτα κατεδαφίζεται, το χοιροστάσιο κλείνει και εκείνος, στον τελικό του μονόλογο, περιφρουρεί την διαιώνιση της -εδώ και χρόνια- ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας: «Χιλιάδες προσπαθήσανε να τονε ξεριζώσουν, μα σα τονε ξερίζωσαν, σκόρπισαν χίλιοι σπόροι. Αντέχουμε. Αντέχουμε. Μια ακρογιαλιά είν’ όλη η χώρα. Παντού φυτρώνουμε....»
Ο «Αγριος Σπόρος», που φύεται ανεξέλεγκτα παντού, δεν είναι μια φολκλορική ιστορία. Αποκαλύπτει τόσο την παθογένεια του Έλληνα που -συχνά για να επιβιώσει- δεν υπακούει σε κανένα νόμο όσο και τις παθογένειες του ελληνικού θεσμικού συστήματος που με την αδιαφορία, τη διαφθορά και τις ποικίλες διαπλοκές του, εξωθεί τους πολίτες σε αδιέξοδα.
Η Ελένη Σκότη, ακολουθώντας τη ρεαλιστική οδό, χειρίστηκε θαυμάσια το υπέροχο αυτό κείμενο που κύριος υπερασπιστής του είναι ο εξαιρετικός Τάκης Σπυριδάκης (Σταύρος). Άμεσος και πηγαία αυθεντικός ενσαρκώνει στην εντέλεια τον λαϊκό νεοέλληνα.
Δίπλα του, ως επαρχιώτης αστυνομικός, στέκεται επάξια ο Ηλίας Βαλάσης. Συμπαθής αλλά άγουρη ακόμη η Ντάνη Γιαννακοπούλου.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]