Όλη η αλήθεια γύρω από τις μπάρες διατροφής
Η διαιτολόγος-διατροφολόγος, Μαρία Ρίτσου, εξηγεί σε ποιες περιπτώσεις οι μπάρες διατροφής αποτελούν μια καλή λύση και πότε πρέπει να τις καταναλώνουμε.
Είναι γεγονός ότι στη σημερινή κοινωνία με τους γρήγορους και εξωφρενικούς ρυθμούς που ζούμε, το να κάτσουμε να απολαύσουμε το γεύμα μας θεωρείται πολυτέλεια. Σε αυτό το σημείο οι διατροφικές μπάρες φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε. Παρ’ όλο που στην αρχή αυτές οι μπάρες απευθύνονταν κυρίως σε αθλητές που ασχολούνταν με τον πρωταθλητισμό, πλέον όποιος νιώθει την ανάγκη για μια θρεπτική ώθηση μπορεί εύκολα να προμηθευτεί και να καταναλώσει μια τέτοια μπάρα.
Μπορούμε να βρούμε διατροφικές μπάρες παντού, από τα ειδικά μηχανήματα στα γυμναστήρια μέχρι και στα σούπερ μάρκετ, με διάφορες ονομασίες και από διαφορετικές εταιρείες. Όμως οι διατροφολόγοι συμφωνούν στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε όλες τις μπάρες το ίδιο θρεπτικές. Υπάρχουν μπάρες με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, μπάρες πρωτεΐνης, ενεργειακές μπάρες, μπάρες που ενισχύουν τη λειτουργία του εγκεφάλου, μπάρες που μπορούν να αντικαταστήσουν γεύμα, μπάρες διαίτης και μπάρες που απευθύνονται αποκλειστικά σε γυναίκες. Έχοντας τόσες πολλές επιλογές, οι καταναλωτές οι οποίοι συχνά αναζητούν ένα γρήγορο σνακ, είτε πρόκειται για αθλητές, είτε για εργασιομανείς οι οποίοι δεν έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους είτε για μητέρες οι οποίες μετά βίας βρίσκουν λίγο χρόνο, πιθανόν να νιώσουν ζαλισμένοι από αυτή την υπερπληθώρα προϊόντων και τον διαφημιστικό βομβαρδισμό.
Χωρίς αμφιβολία, οι διατροφικές μπάρες είναι πολύ καλές για ανθρώπους οι οποίοι «τρέχουν» όλη μέρα. «Είναι μια βολική εναλλακτική για κάποιον ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση θα έτρωγε ένα ντόνατ ή θα χρησιμοποιούσε τους αυτόματους πωλητές για σνακ» σύμφωνα με τη Liz Applegate, λέκτορα διαιτολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. «Όμως δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο και μαγικό. Οι περισσότερες είναι πολύ καλές όμως υπάρχουν και κάποιες οι οποίες έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά.
Η Dawn Jackson, διαιτολόγος και ομιλήτρια για την Αμερικανική Διαιτολογική Εταιρεία, επισημαίνει ότι είναι βολικές, κυρίως όταν κάποιος είναι σωματικά δραστήριος. Για παράδειγμα, όταν πάει κανείς βόλτα με το ποδήλατο δεν είναι τόσο εύκολο να έχει μαζί του ένα σάντουιτς όσο μια μπάρα. Όμως, μερικές από αυτές τις μπάρες έχουν τόση ζάχαρη και τόσα κορεσμένα λιπαρά όσα περιέχει ένα γλυκό. Συνεπώς, είναι σημαντικό να τις καταναλώνουμε με μέτρο.
Ο Steve Hertzler, βοηθός καθηγητή στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, διεξήγαγε μια έρευνα η οποία δείχνει ότι οι αθλητές αντοχής πιθανόν να μην λαμβάνουν την απαραίτητη ενέργεια την οποία ίσως περίμεναν πως θα προσλάμβαναν από μερικές μπάρες. Στην έρευνά του, συγκρίνει τα αποτελέσματα του επιπέδου γλυκόζης στο αίμα μετά την κατανάλωση δύο δημοφιλών ενεργειακών μπαρών, της Ironman PR Bar και της PowerBar.
Ο Hertzler βρήκε ότι η Ironman PR Bar παρείχε αυξήσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τα οποία παρέμειναν αρκετά σταθερά, κάτι το οποίο θα μπορούσε να μεταφραστεί σε βελτιωμένη απόδοση για αθλητές αντοχής. Αντιθέτως, η PowerBar παρήγαγε μια γρήγορη άνοδο στα επίπεδα σακχάρου, η οποία ακολουθήθηκε από μια ραγδαία μείωση.
Η διατροφική αξία της Ironman PR μπάρας, (40% υδατάνθρακες, 30% λιπαρά και 30% πρωτεΐνη), είναι πιθανώς υπεύθυνη για την παρατεταμένη επίδραση στη γλυκόζη του αίματος. Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι καταναλώνοντας λίγο υδατάνθρακα κάθε τόσο κατά τη διάρκεια ενός αγώνα πρόκειται να βελτιωθεί η απόδοση.
Η διατροφολόγος Nancy Clark, επισημαίνει πως οτιδήποτε μας παρέχει θερμίδες μας δίνει ενέργεια. «Οι μπανάνες δίνουν ενέργεια» λέει η Clark, διευθύντρια διατροφικών υπηρεσιών στο SportsMedicine Associates στο Μπρούκλιν. Οι ενεργειακές μπάρες δίνουν ενέργεια. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν θερμίδες.
Οι περισσότεροι διατροφολόγοι δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι ακόμη και όταν καταναλώνουμε μπάρες, δεν θα πρέπει να αφήνουμε διάφορες τροφές έξω από τη διατροφή μας. Για ένα γρήγορο σνακ, είναι καλύτερο να επιλέξουμε ένα μήλο ή μια μπανάνα.
Παρ’ όλο που οι μπάρες μας διευκολύνουν, πολλές φορές κάποια άτομα καταλήγουν να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από αυτές. Είναι πολύ πιθανό να θεωρούν ότι είναι καλύτερες από ό,τι το φαγητό. Όμως, υπάρχουν συστατικά στις τροφές, τα οποία λείπουν από αυτές τις μπάρες. Ακριβώς όπως δεν θα θέλαμε να ζούμε καταναλώνοντας μόνο ροδάκινα ή σάντουιτς με τόνο, έτσι χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα στη δίαιτα μας από τις διατροφικές μπάρες.
Αντί μιας διατροφικής μπάρας, η Jackson λέει ότι μπορούμε να επιλέξουμε ένα εναλλακτικό σνακ όπως ένα γιαούρτι χαμηλών λιπαρών με δημητριακά με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες ή ένα σάντουιτς με μια ντομάτα και μια μικρή φέτα λιωμένου ελβετικού τυριού χαμηλό σε λιπαρά.
- Αγοράζουμε μπάρες χαμηλές σε λιπαρά (λιγότερο από 5 γραμμάρια λίπους)
- Όταν αξιολογούμε την περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες σε μια μπάρα, θα πρέπει να έχουμε στόχο τα 3 με 5 γραμμάρια
- Ιδιαίτερα εάν παρακολουθούμε το βάρος μας, ελέγχουμε τις θερμίδες που αναγράφονται στις ετικέτες των τροφίμων.
- Εάν θέλουμε να αγοράσουμε μια μπάρα που να αντικαθιστά το γεύμα, επιλέγουμε μια η οποία να έχει περίπου 15 ή περισσότερα γραμμάρια πρωτεΐνης, μαζί με κάποιες φυτικές ίνες και ενισχυμένη με το περίπου 35% της Ημερήσιας Συνιστώμενης Ποσότητας, σε βιταμίνες και μέταλλα. Οι συγκεκριμένες μπάρες τείνουν να είναι μεγαλύτερες σε σχέση με άλλες και με αναλογικά υψηλότερα ποσοστά υδατανθράκων, λιπαρών και πρωτεϊνών.
- Καλό είναι να καταναλώνουμε και κανονικό φαγητό μαζί με την μπάρα. Για παράδειγμα μπορούμε να τη συνοδεύσουμε με τοματίνια ή φρούτα.
- Σε περίπτωση που κάποιος καταναλώνει πολλές μπάρες ημερησίως, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν λαμβάνει περισσότερες βιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία από αυτά που χρειάζεται. Για παράδειγμα, μια εμπλουτισμένη μπάρα μας παρέχει το 50% της συνιστώμενης ημερήσιας ποσότητας σε ψευδάργυρο. Συνεπώς, εάν κάποιος καταναλώνει αρκετές μπάρες μέσα στη μέρα καθώς και κάποια πολυβιταμίνη, θα μπορούσε να λάβει πολύ περισσότερο ψευδάργυρο από αυτόν που χρειάζεται, δημιουργώντας προβλήματα όσον αφορά την απορρόφηση άλλων μεταλλικών στοιχείων καθώς και εξασθένηση του ανοσοποιητικού του συστήματος.
Τον Οκτώβριο του 2001, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα κάποιων εργαστηριακών τεστ που έγιναν σε 30 διατροφικές μπάρες, διαπιστώθηκε ότι τα ευρήματα των 18 από αυτές δεν είχαν καμία σχέση με τα όσα αναγράφονταν στις ετικέτες που υπήρχαν στη συσκευασία τους. Περίπου οι μισές υπέρβαιναν τα επίπεδα υδατανθράκων που δηλώνονταν στη συσκευασία (πιο συγκεκριμένα μια μπάρα η οποία θεωρούνταν ως προϊόν με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, σύμφωνα με τα όσα αναγράφονταν περιείχε μόνο 2 γρ., έπειτα από το τεστ διαπιστώθηκε ότι στην πραγματικότητα περιείχε 22 γραμμάρια). Συνεπώς, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι πολλές φορές δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε μια μπάρα από την διατροφική της αξία όπως αναγράφεται στη συσκευασία.
Μαρία Ρίτσου
Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
https://www.diaitologoszografou.gr