Κριτική: «Ο γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς
Από την Ελένη Πετάση.
Καταπιεσμένος από έναν εξουσιαστικό πατέρα, «ερωτευμένο με τις μακρινές αποστάσεις», που κάποτε εγκατέλειψε οριστικά την οικογένειά του. Έχοντας μια συγκρουσιακή σχέση με την ανεδαφική, φιλάρεσκη, δεσποτική αλλά και τρυφερή μητέρα του, μια πρώην αριστοκράτισσα του Νότου, που κατέφευγε σε ονειροπολήσεις για να αντιμετωπίσει την ζοφερή πραγματικότητα. Και πλημμυρισμένος από αγάπη αλλά και ενοχές για την σχιζοφρενή αδελφή του - υπέστη μια ολέθρια εγχείρηση λοβοτομής - την οποία «πρόδωσε» για να κυνηγήσει τα δικά του ιδανικά, ο Τένεσι Ουίλιαμς (ή Τόμας Λανιέ Ουίλιαμς) εμπνέεται το πιο αυτοβιογραφικό του έργο.
Στον «Γυάλινο κόσμο» (1944), μέσα από τους παραμορφωμένους λαβυρίνθους της μνήμης, αναπαράγει τα βιώματα της νεανικής του ηλικίας ενώ ταυτόχρονα αντικατοπτρίζει τη συντριπτική διάψευση του Αμερικάνικου Ονείρου σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης που άφησε πίσω της ανθρώπινα συντρίμμια.
Στο έργο η Αμάντα είναι η κυριαρχική μάνα. Η Λώρα είναι η απροσάρμοστη κόρη με την ελαφρά αναπηρία, η οποία μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τη ζωή καταφεύγει στη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια, ενώ όταν αφήνεται να ερωτευτεί γεύεται την τραγική απόρριψη. Και ο Τομ (δηλαδή ο Ουίλιαμς) -αφηγητής και ήρωας μαζί- είναι ο συνθλιμμένος γιος που βρίσκει διέξοδο στον κινηματογράφο πριν τελικά αποδράσει και αυτός οριστικά.
Στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, η επιρροή του Τσέχωφ είναι εμφανής. Οπως και η προσπάθεια για μια αντι-ρεαλιστική ανάγνωση που πρέσβευε ο Τενεσί Ουίλιαμς. Το κείμενο (μετάφραση Αντώνης Γαλέος) ρέει αβίαστα συνδυάζοντας το δράμα με το σαρκασμό και το χιούμορ. Ωστόσο η καινοτόμος -για την εποχή του- οδηγία του συγγραφέα να συνδέσει τη σκηνική πράξη με την προβολή επιγραφών ή εικόνων στο «εκράν» δεν ισχύει. Έχει αντικατασταθεί από επιγραφές που γράφει ο Τομ πάνω σε σελίδες χαρτιού και από κάποια μεγάλα διαφανή ταμπλό που απεικονίζουν αχνά τον πατέρα του υπενθυμίζοντας τον προσωπικό του εφιάλτη.
Εναν εφιάλτη γεμάτο Ερινύες που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και μέσα από το έργο του προσπάθησε να τις ξορκίσει.
Η χειροποίητη εκδοχή του σκηνοθέτη -τους φωτισμούς από κεριά μέχρι χειροκίνητους προβολείς, τη μετακίνηση των επίπλων και τη μουσική αναλαμβάνει ο κεντρικός ήρωας- δεν αποτελεί εύρημα. Όμως προτείνει, όπως επισημαίνει στο πρόγραμμα, τη συγκεκριμένη σκηνική γλώσσα «ως μια απεγνωσμένη ανάγκη να πλησιάσουμε μια, έστω και ελάχιστη, σχέση με την αλήθεια».
Ο Χάρης Φραγκούλης (Τομ) έδωσε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του με αποκορύφωμα την οργισμένη αντιπαράθεση με την μητέρα του. Η Μπέττυ Αρβανίτη αγέρωχη, σε γκροτέσκο ύφος, σχεδίασε αποτελεσματικά την υπερπροστατευτική Αμάντα. Αντίθετα η σχέση της Λώρας (Ελίνα Ρίζου) με τον υποψήφιο μνηστήρα της (Εκτορας Λιάτσος) - στην τελευταία, μεγάλης διάρκειας, σκηνή- δεν λειτούργησε και ο ρυθμός χάθηκε. Το μόνο σημείο που είχε ενδιαφέρον ήταν ο ιδιόμορφος χορός τους.
Περιορισμένου ενδιαφέροντος ο «τοίχος» από γυαλί της Ελένης Μανωλοπούλου αλλά γοητευτικές κάποιες πινελιές (π.χ. ο ήχος των τακουνιών πάνω σε θρυμματισμένα κρύσταλλα, το καρφωμένο κερί στον τοίχο που σβήνει με την συντριβή της Λώρας κ.ά.).
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]