Στο Θέατρο Τζένη Καρέζη ψάχνουν να βρουν «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα»
Μια παράσταση για τη διαφορετικότητα την οποία «στοιχειώνει» η εξαιρετική ερμηνεία του Γιάννη Νιάρρου.
«Ονομάζομαι Κρίστοφερ Τζον Φτάνσις Μπουν. Μένω στην οδό Ράντολφ 36, στο Σουίντον του Γουιλτσάιρ. Ξέρω όλες τις χώρες του κόσμου με τις πρωτεύουσές τους. Και όλους τους πρώτους αριθμούς μέχρι το 7.507». Με αυτά τα λόγια συστήνεται στο κοινό από τη σκηνή του Θεάτρου Τζένη Καρέζη ο Κρίστοφερ, ένας 15χρονος νέος με σύνδρομο Άσπεργκερ που «πάσχει» από τις παραξενιές του- λατρεύει τις λεπτομέρειες, το διάστημα, τον Σέρλοκ Χολμς και την ακριβολογία, ενώ σιχαίνεται να τον αγγίζουν- και την αδυναμία του να κατανοήσει τους ανθρώπους, χρησιμοποιεί όμως την εμμονή του για τα μαθηματικά προκειμένου να ερμηνεύσει τον κόσμο, τους άλλους και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Αυτός ο ιδιαίτερος νεαρός αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα του οικογενειακού δράματος που μας αφηγείται η παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα», ένα έργο για τον αυτισμό και τη διαφορετικότητα που ο σκηνοθέτης χειρίζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία μένοντας πιστός στο κείμενο και αποφεύγοντας προσθήκες που θα έπεφταν βαριές στη σκηνή ή την ιστορία. Το αποτέλεσμα είναι μια μεγάλη σε διάρκεια παράσταση που κυλάει εύκολα και με ρυθμό στις πολλές εναλλαγές «σκηνικών» διαθέτοντας ένα ηθοποιό που λατρεύει τον κεντρικό ήρωα και η ερμηνεία του οποίου επισκιάζει τις όποιες αδυναμίες παρατηρούνται κάποιες φορές στο υπόλοιπο καστ.
Η παράσταση, η οποία αποτελεί τη θεατρική διασκευή (την οποία υπογράφει ο Simon Stephens) του ομώνυμου μυθιστορήματος του Mark Haddon, ακολουθεί την πορεία του 15χρονου Κρίστοφερ όταν ένα βράδυ και «7 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα» βρίσκει νεκρό τον Γουέλινγκτον, το σκύλο της γειτόνισσάς του. Από αυτό το σημείο ξεκινάει μια ολόκληρη περιπέτεια για τον ίδιο καθώς αποφασίζει σαν άλλος Σέρλοκ Χολμς να βρει τον δολοφόνο ώστε να τιμωρηθεί για την πράξη του. Αυτή του η περιπέτεια θα τον αλλάξει καθώς μαθαίνει τρομερά πράγματα, χάνει την εμπιστοσύνη του στα αγαπημένα του πρόσωπα που ξεμπροστιάζονται από την αλήθεια, βγαίνει από τη ζώνη άνεσής του και κυρίως μαθαίνει πως μπορεί να μάθει και να κάνει τα πάντα. Όλη αυτή την περιπέτεια μάλιστα την παρουσιάζει στο κοινό σαν μια αφήγηση σε βιβλίο που γράφει ως άσκηση για το σχολείο και το οποίο γίνεται θεατρικό. Η παράσταση επομένως που βλέπουμε στηρίζεται στην οδηγία πως ό, τι γίνεται στη σκηνή αποτελεί μέρος της παράστασης που φτιάχνει ο Κρίστοφερ.
Ο Θεοδωρόπουλος αξιοποιώντας αυτό το εύρημα του «θεάτρου μέσα στο θέατρο» και χωρίς ποτέ να ξεχνάει το γεγονός πως υποτίθεται ότι ο δημιουργός της παράστασης είναι ο Κρίστοφερ φτιάχνει μια σκηνή λιτή (Σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού),, ωραία φωτισμένη (Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης), η οποία αποτελείται από αυτό που ο Κρίστοφερ μπορεί να καταλάβει καλύτερα από οτιδήποτε, τα μαθηματικά.
Έτσι το σκηνικό γίνεται κατά κάποιο τρόπο πολυμορφικό τοποθετώντας πάνω στη σκηνή λευκούς κύβους οι οποίοι αλλάζουν συνεχώς διάταξη αναπαριστώντας τη γειτονιά, τα έπιπλα και το εσωτερικό του σπιτιού, το σχολείο ή το τρένο. «Ο Κρίστοφερ βλέπει μοτίβα στους αριθμούς, γεγονός που του επιτρέπει να λύνει σύνθετα μαθηματικά προβλήματα. Διακρίνει μια μαθηματική διάσταση στην καθημερινή ζωή και αντλεί μια αίσθηση γαλήνης και ικανοποίησης από την ομορφιά των μαθηματικών», υποστηρίζει ο καθηγητής αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Simon Baron-Cohen. Και αυτό ακριβώς γίνεται η σκηνή, ένα μοτίβο με δεδομένα που οργανώνουν τη σκέψη και την αφήγηση του συγγραφέα της Κρίστοφερ. Πέρα από τους κύβους, στη σκηνή γίνεται χρήση κάποιων απλών αντικειμένων χρήσιμων για την εξέλιξη της ιστορίας, όπως οι βαλίτσες στη σκηνή του τρένου, το ποντίκι του Κρίστοφερ ή τα ρούχα που καλείται να αλλάξει ο ήρωας (και τα οποία βρίσκονται κρυμμένα μέσα στους κύβους).
«Όλος ο σίδηρος που βρίσκεται στο αίμα μας, που σε βοηθάει να μην έχεις αναιμία, δημιουργήθηκε σ’ ένα αστέρι»
Ο Θεοδωρόπουλος στην παράσταση καταφέρνει να κάνει πολύ καλά δύο πράγματα, από τη μία να αντιληφθεί και να αποδώσει σκηνικά εξαιρετικά το κείμενο, και από την άλλη να κάνει τον Γιάννη Νιάρρο να αντιληφθεί και να αποδώσει τη διαφορετικότητα του Κρίστοφερ. Χωρίς ίχνος υπερβολής και αξιοποιώντας το σώμα και τις κινήσεις του (Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Μαυραγάνη), ο Νιάρρος φαίνεται πρώτα από όλα να καταλαβαίνει κι έπειτα να λατρεύει την «κοινωνική αναπηρία» του Κρίστοφερ, πράγμα που δεν αφήνει περιθώρια και σε μας να μην αγαπήσουμε με τη μία αυτόν τον συνηθισμένο έφηβο με το ασυνήθιστο μυαλό. Ο Κρίστοφέρ του είναι πραγματικός, γοητευτικός σαν χαρακτήρας και με πάρα πολλές αστείες στιγμές.
Όσον αφορά το υπόλοιπο καστ, περισσότερο συνοδεύει το Νιάρρο πάνω στη σκηνή τη στιγμή που ο ίδιος φαίνεται να αλληλεπιδρά καλύτερα με τους γυναικείους ρόλους παρά με τους ανδρικούς. Η δασκάλα Σιβόν της Αλεξάνδρας Αϊδίνη είναι γλυκιά και άμεση και διατηρεί μια ουσιαστική σχέση με τον μαθητή της, η μητέρα του Κρίστοφερ, Μαρία Καλλιμάνη, μας πείθει συχνά για τα λάθη και τις αδυναμίες της, η Μαρία Κατσανδρή και ο Θύμιος Κούκιος εμφανίζονται διακριτικοί πάνω στη σκηνή, η Βάσια Χρήστου βγαίνει πιο αλέγρα στους ρόλους της και ο Θέμης Πάνου σε διαφορετικό ερμηνευτικό κώδικα φαίνεται να είναι εξαιρετικά αποστασιοποιημένος από το ρόλο του ως πατέρας του Κρίστοφερ.
Info
Θέατρο Τζένη Καρέζη
Τρίτη 21:00 (από 25/12)
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 21:00
Σάββατο 18:00 και 21:00
Κυριακή 19:00
Προπώληση: viva.gr
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]